Παρακολουθώντας πριν λίγες ημέρες μία τηλεοπτική συνέντευξη του Γάλλου φιλοσόφου και πρώην υπουργού Παιδείας στην χώρα του, καθηγητή Ζαν-Λυκ Φερρύ, με αφορμή την έκδοση του νέου βιβλίου του με τίτλο «Η Καταστροφική Καινοτομία», έμαθα από τον ίδιο ότι, με τον γνωστό οικονομολόγο Ζακ Ατταλί, συγγράφουν ένα βιβλίο με αντικείμενο την «αναζήτηση της ευτυχίας». Στο πλαίσιο αυτό, μού έκανε εντύπωση μία φράση του Γάλλου φιλοσόφου, ο οποίος τόνισε: «Με τον Ατταλί δεν θα επιδιώξουμε να ορίσουμε την ευτυχία και να δώσουμε συνταγές για την απόκτησή της. Απλώς θα διερευνήσουμε πώς αυτή αποτελεί μία καθημερινή ικανοποίηση των ατόμων και σε ποιον βαθμό το γεγονός αυτό νοηματοδοτεί την ζωή τους».
Όντως, ο στόχος είναι φιλόδοξος, αλλά και σημαντικός. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ζακ Ατταλί ασχολείται με το θέμα. Παλαιότερα είχε κάνει λόγο σε μία σειρά από εκπομπές για το «νόημα των πραγμάτων» και για το πώς, μέσα από την αναζήτηση αυτή, μία κοινωνία θα μπορούσε να δώσει περιεχόμενο και στην ευτυχία.
Μια ευτυχία που τα τελευταία χρόνια απασχολεί και την Αμερικανική Ένωση Οικονομολόγων (ΑΕΑ), η οποία, για την ευρύτερη εμβάθυνση στο θέμα αυτό, πραγματοποίησε ειδικό συνέδριο. Στην διάρκεια του συνεδρίου αυτού γνωστοί οικονομολόγοι, όπως ο Τζέφρυ Σακς, ο νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν, ο Τίμοθυ Μπέργκερ και άλλοι, εξέτασαν αν δείκτες εκτίμησης της ευτυχίας θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Με άλλα λόγια, αναρωτήθηκαν αν είναι δυνατή η εκπόνηση ενός δείκτη Ακαθάριστου Προϊόντος Ευτυχίας (ΑΠΕ) –με τον Τζέφρυ Σακς να τονίζει ότι ένας τέτοιος δείκτης θα μπορούσε να ενταχθεί στους στόχους χιλιετίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).
Με την άποψη αυτή έδειξε να συμφωνεί και μία ανερχόμενη οικονομολόγος, η Κάρολ Γκράχαμ, η οποία έθεσε επί τάπητος ζητήματα όπως η «προστιθέμενη ευτυχία» του χρόνου των μετακινήσεων, ο ρόλος της φορολόγησης των τσιγάρων στην ψυχολογία των καπνιστών, το μέγεθος της ανεργίας σε συγκεκριμένα πληθυσμιακά σύνολα, η δύναμη του επαίνου και της ευχής, η σημασία των φίλων.
Στο επίπεδο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το θέμα της σχέσης οικονομίας και ευτυχίας έχει έλθει στο προσκήνιο από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η κυβέρνηση του Μπουτάν, το 2001, αντικατέστησε το ΑΕΠ με τον δείκτη της Ακαθάριστης Εθνικής Ευτυχίας.
Το 2008, επίσης, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζύ, υπό την προεδρία δύο κατόχων του βραβείου Νόμπελ της οικονομίας, δημιούργησε μία επιτροπή η οποία κάλεσε σε παγκόσμια προσπάθεια για ανάπτυξη οικονομικών εργαλείων μέτρησης της ευτυχίας.
Αν και η επιτροπή αυτή είχε κατηγορηθεί από τους Αμερικανούς συντηρητικούς ως μία «αριστερή προσπάθεια πλήρους εκσοσιαλισμού της ήδη άκαμπτης γαλλικής οικονομίας», εντούτοις τα πορίσματά της έλαβε σε κάποιο βαθμό υπ’ όψιν του ο Βρεταννός συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέηβιντ Κάμερον. Έτσι, η κυβέρνησή του έχει εισάγει στις βρεταννικές στατιστικές «δείκτες καταμέτρησης της ευημερίας», οι οποίοι, όπως αναφέρει η μη κυβερνητική οργάνωση Ανοικτή Δημοκρατία (Open Democracy), λαμβάνονται όλο και πιο σοβαρά υπ’ όψιν στις διάφορες οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις.
Από καιρό, λοιπόν, οι ασχολούμενοι επιστημονικά με το πεδίο αυτό έχουν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι, καθ’ όσον το ενδιαφέρον τους για το ζήτημα της ευτυχίας στην οικονομία και πέραν αυτής διαμορφώνει νέους, πολύ εκτενέστερους ορίζοντες στην επιστημονική έρευνα. Όχι, όμως, χωρίς να εγείρει και αναπάντητα για τη ώρα ερωτήματα, με πολιτικό περιεχόμενο. Κατά την γνώμη μας δε, το σημαντικότερο από αυτά έγκειται, αφ’ ενός, στον ορισμό της ευτυχίας που να είναι ο πιο κατάλληλος για την πολιτική και, αφ’ ετέρου, πώς αλλάζει ο ορισμός αυτός ανάλογα με τις διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες στις διάφορες χώρες του κόσμου.
Η δε ανάγκη να υπάρχει επιστημονική αυστηρότητα στους ορισμούς της ευτυχίας, αποτελεί πραγματική διανοητική πρόκληση.
Διότι, στο ερώτημα «πόσο ευτυχής (ικανοποιημένος) είσαι από την ζωή σου;», οι απαντήσεις φέρνουν στο προσκήνιο πολλές άλλες μεταβλητές, οι οποίες απαιτούν αρκετά σύνθετες συγκρίσεις. Πρόσφατες έρευνες με αντικείμενο την ευτυχία και την ευμάρεια αποδεικνύουν ότι το χρήμα δεν είναι το παν. Το βιβλίο του Βρεταννού οικονομολόγου Ρίτσαρντ Λάγιαρντ με τίτλο «Ευτυχία: Μαθήματα για μια Νέα Επιστήμη» αποτελεί για πολλούς Ευρωπαίους πολιτικούς πραγματική Βίβλο, γιατί θέτει ένα σοβαρό ερώτημα: Πώς συμβαίνει και, ακόμα πριν την κρίση, η δυτική κοινωνία να γίνεται λιγότερο ευτυχισμένη, στο μέτρο που μεγάλωνε η ευημερία της; Παρεμφερή ερωτήματα είχαν θέσει με σημαντικές εργασίες τους οι Ρίτσαρντ Ήστερλιν, Ρόμπερτ Φρανκ και Μπάρρυ Σβαρτζ –με τον τελευταίο να αναρωτιέται γιατί «το λιγότερο είναι καλύτερο;».
Απαντήσεις στους παραπάνω επιχείρησε να δώσει ο Γκρεγκ Ήστερμπρουκ με το βιβλίο του «Το Παράδοξο της Προόδου», στο οποίο εξηγεί επί μακρόν γιατί η ικανοποίηση που προσφέρει μία μισθολογική αύξηση πολύ σύντομα εξαφανίζεται, για τον απλό λόγο ότι οι επιθυμίες μας αυξάνονται με τα εισοδήματά μας. «Κάποιος που έχει 50 ευρώ», αναφέρει ο συγγραφέας, «σκέπτεται ότι αν είχε 100 ευρώ θα ήταν πιο ευτυχής. Όταν όμως πετυχαίνει τον στόχο αυτόν, θα πρέπει να προσαρμοστεί σε μια νέα κατάσταση, όπου θα τού χρειάζονται 200 ευρώ για να είναι ευτυχέστερος».
Υπάρχει όμως και μία άλλη παράμετρος στο πλέγμα αυτό. Πρόκειται, τονίζουν αρκετοί ερευνητές, για την σύγκριση με τους άλλους. Έτσι, λένε, τα 100 ευρώ μάς είναι αρκετά όταν οι γείτονες έχουν μόνον 50.
Όταν όμως έχουν 200, τότε είμαστε δυσαρεστημένοι. Συνεπώς, σε μία κοινωνία, οι πλούσιοι είναι ευτυχείς όταν βλέπουν ότι έχουν χρήματα και ευκαιρίες που δεν είναι προφανείς για όλους. Όταν όμως η ευημερία γενικεύεται και όλοι σε κάποιον βαθμό μπορούν να έχουν απ’ όλα, τότε ούτε οι πλούσιοι ούτε οι φτωχοί είναι ευτυχείς.
Σήμερα, μεσούσης της κρίσης, η διαπίστωση αυτή οδηγεί οικονομολόγους και φιλοσόφους σε μία αριστοτελική ερμηνεία της ευτυχίας, που την συνδέουν με την έννοια της «ευδαιμονίας». Υποστηρίζουν έτσι ότι, με τον όρο «ευδαιμονία», ο μεγάλος φιλόσοφος με το «ευ» εννοούσε «αφθονία» και «ευημερία» και με το «δαίμων» τις δυνάμεις που ελέγχουν την μοίρα των ανθρώπων. Εννοούσε δηλαδή το «είναι» ως ευκαιρία να ζει κανείς μια ζωή με πληρότητα.
Κατά τον Τσέχο οικονομολόγο Τόμας Σεντλατσεκ η πληρότητα αυτή δεν μπορεί να είναι παρά η νοηματοδότηση της ζωής, μέσα στην οικονομική της πραγματικότητα. Υποστηρίζει ωστόσο ότι, αν τα άτομα δεν διαθέτουν την ικανότητα αυτή (π.χ. λόγω έλλειψης ευκαιριών ή μόρφωσης), τείνουν να καταξιώνουν πιο καθημερινές εμπειρίες, όπως την φιλία ή την θρησκευτικότητα. Όσοι έχουν περισσότερες ευκαιρίες και δυνατότητες, επιδιώκουν πιο μακροπρόθεσμους στόχους και πιο φιλόδοξα επιτεύγματα (δείτε, επί παραδείγματι, τον επιστήμονα που αναζητά την θεραπεία για τον καρκίνο, που θυσιάζει διασκεδάσεις και προσωπικές σχέσεις στον βωμό της ερευνητικής του δραστηριότητας). Μία σειρά ερευνητικών πορισμάτων από όλο τον κόσμο –συμπεριλαμβανομένων και των δικών του– επιβεβαιώνουν αυτή την ερευνητική διαίσθηση. Μία διαίσθηση που οδηγεί πλέον και σε μία άλλη θεώρηση της οικονομίας, στην οποία σήμερα η απληστία –με ό,τι αυτή συνεπάγεται– αναδεικνύεται σε κινητήρια δύναμή της.
Έτσι, στις νέες συνθήκες, ορισμένες κοινωνίες μοιάζουν έτοιμες να εντάξουν στους πολιτικούς τους στόχους την ευτυχία, με την έννοια της καθημερινής ικανοποίησης.
Άλλες, σαν τις ΗΠΑ (στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των οποίων καταγράφεται το δικαίωμα στην «επιδίωξη της ευτυχίας»), που παραδοσιακά δίνουν έμφαση στην ύπαρξη ίσων ευκαιριών και όχι τόσο ίσων αποτελεσμάτων, μάλλον θα επέλεγαν μια πιο «αριστοτελική» αντίληψη για την ευτυχία. Αλλά η υπόσχεση προς τους πολίτες πως θα είναι ευτυχείς, υπό την έννοια της ικανότητας να ζουν μια ζωή με πληρότητα, προϋποθέτει να έχουν οι πολίτες τα εργαλεία και τις δομές που να τούς το επιτρέπουν.
Τελικά, η ευτυχία είναι πολύ πιο περίπλοκο μέγεθος από το εισόδημα. Αλλά είναι και πιο φιλόδοξη πολιτικά. Το γεγονός και μόνον πως έχει τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων αποδεικνύει τί σημαντική αλλαγή υποδείγματος ζούμε. Σε μια εποχή που ο δημόσιος διαλογισμός χαρακτηρίζεται τόσο συχνά από διχασμό και φιλονικίες, η αναζήτηση νέων τρόπων να μετριέται η ευημερία των πολιτών αντί να δίνεται έμφαση στις ρίζες της διαίρεσής τους, είναι ήδη μία καλοδεχούμενη αλλαγή.
* Ο Αθανάσιος Παπανδρόπουλος είναι Οικονομολόγος- Δημοσιογράφος