‘ Αλλο ένα άρθρο που επιδιώκει να θέσει ερωτήματα αλλά και να προβάλλει, σε μια ρευστή πολιτική περίοδο, ιδεολογικά ζητήματα για τον φιλελεύθερο χώρο. Το attica coast καταγράφει απόψεις και σκέψεις από το ευρύ πολιτικό και κομματικό πεδίο, θέλοντας να επισημάνει την ανάγκη ότι οι αντιπαραθέσεις δεν μπορεί παρά να “περιορίζονται” σε ιδεολογικό επίπεδο, καθώς η εποχή των κομμάτων-σούπερ μάρκετ -τα οποία αναφέρονται σε όλους και εκφράζουν τους πάντες- έχει παρέλθει και στα κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον του τόπου, δεν μπορείς να απαντάς με κομματικούς όρους παρελθούσης εποχής.
Του Γιάννη Μπρεκουλάκη, επιχειρηματία
Η «ηχηρή» μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ και η συμφωνία με τους εταίρους για ένα τρίτο, «αριστερό» αυτή τη φορά, μνημόνιο αποκάλυψε δύο πράγματα.
Πως όταν η αξιωματική αντιπολίτευση αντιμετωπίζει με υπευθυνότητα τον ρόλο της, ασκώντας ουσιαστική κριτική στην κυβέρνηση και την πολιτική της με βάση το δικό της στρατηγικό σχέδιο για την άσκηση της εξουσίας και τη δική της ιδεολογία, τότε μεγεθύνεται και διευρύνεται η Δημοκρατία, λειτουργεί το κράτος και η ίδια η πολιτική ζωή στην Ελλάδα παίρνει μια άλλη αξία.
Κάτι που έκανε η Νέα Δημοκρατία υπό τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, με τη στήριξη που παρέχει στον Αλέξη Τσίπρα μέσω της ψήφισης της συμφωνίας, ώστε η χώρα να μείνει στην ευρωζώνη και να βγει από το τούνελ των απειλών για Grexit και κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών.
Δεύτερον, πως οι κραυγές και η τακτική των επιθέσεων που δεν στηρίζονται παρά σε ένα «ακραίο» θυμικό και στην επίκληση φαντασμάτων, δεν εντυπωσιάζουν πια την κοινή γνώμη που έχει αλλάξει διαθέσεις και προσανατολισμό.
Η σημερινή πολιτική πραγματικότητα θέτει με τρόπο ξεκάθαρο την πολιτική πρακτική σε άλλη βάση. Μήπως, στο εξής, τα κόμματα θα πρέπει να παρουσιάζουν το πρόγραμμά τους στον λαό και να κρίνονται μόνο από αυτό, χωρίς να υπόσχονται τα πάντα στους πάντες και χωρίς να επιδιώκουν να εκφράσουν και να εκπροσωπήσουν τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, δηλαδή όλες τις κοινωνικές τάξεις;
Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης έθεσε το πρόβλημα της φυσιογνωμίας της Νέας Δημοκρατίας άμεσα. Μίλησε για στροφή προς το Κέντρο, προς το οποίο μάλιστα, αρχίζει να διαφαίνεται πως φλερτάρει ακόμη και ο… Αλέξης Τσίπρας. Δεν είναι, όμως, καιροί για «αντιδικίες», ποιος μπορεί να εκφράσει ποιον ή καλύτερα ποιος μπορεί να υποκλέψει την ψήφο ποιών!
Η Νέα Δημοκρατία από τη μεγάλη παράταξη των Καραμανλήδων «ξέπεσε» σε ένα μικρό κόμμα χωρίς ταυτότητα και η επανασυζήτηση για το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο πρέπει να κινηθεί, μοιάζει σαν μια πράξη απολύτως αναγκαία αν θέλει να επανακάμψει ως κόμμα εξουσίας.
Η σύγκρουση με τους Θεσμούς και οι απαιτήσεις των τροϊκανών από την ελληνική κυβέρνηση, όπως εύστοχα παραδέχτηκε και ο πρόεδρος της ΝΔ, απέδειξαν πως μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν διαφορετικές «σχολές» και αντιλήψεις για την ευρωπαϊκή οικονομία, κάτι που δεν πρέπει να μας διαφεύγει στο όνομα της «σκληρής» αντιπολίτευσης στον ΣΥΡΙΖΑ.
Αφού όλοι στην Ευρώπη μιλούν για μεταρρυθμίσεις και λίγο πριν εγκαλούσαν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για αναξιοπιστία και έλλειψη πρόθεσης για αυτές, καλό θα είναι να πάρει θέση και η «γαλάζια» παράταξη.
Αυτή τη στιγμή η γερμανική ελίτ και οι δορυφόροι της τι ακριβώς επιδιώκουν, πέρα από το να επιβάλλουν μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων;
Οι μεταρρυθμίσεις έγιναν κάποτε η σημαία της σοσιαλδημοκρατίας και οδήγησαν στο «θαύμα» του κοινωνικού κράτους των δεκαετιών ’70-’80 και των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων των σκανδιναβικών χωρών. Μεταρρυθμίσεις που είχαν ταυτιστεί με τον κοινωνικό έλεγχο των αγορών και της οικονομίας, με την πλήρη απασχόληση, τη βελτίωση της καθημερινότητας, την ασφάλιση, τη βελτίωση των υποδομών και το αποδοτικό κράτος.
Στη συνέχεια όμως, ο φιλελευθερισμός αντιλαμβανόμενος πως για να κυριαρχήσει πολιτικά, όπως έλεγε και ο Αντόνιο Γκράμσι, έπρεπε πρώτα να κερδίσει την ιδεολογική μάχη. Υιοθέτησε λοιπόν και τον «εκσυγχρονισμό» και τις «μεταρρυθμίσεις», αλλάζοντάς τους όμως κάπως το περιεχόμενο.
Σήμερα, οι νεοφιλελεύθεροι που επικρατούν στην Ευρώπη βάζουν στην ατζέντα τους την πλήρη απελευθέρωση των αγορών, την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών κεκτημένων και τις «ακραίες» ιδιωτικοποιήσεις.
Οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις μπορούν να σπρώξουν την ελληνική οικονομία στον δρόμο της ανάπτυξης; Διευκολύνουν τον αναπροσανατολισμό της παραγωγικής της βάσης; Θέτουν τα ζητήματα της διαφθοράς και της διαπλοκής;
Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, δεν έχουμε παρά να στραφούμε στα ουσιώδη, σε όσα δηλαδή πρεσβεύει ο κοινωνικός φιλελευθερισμός για κοινωνική δικαιοσύνη (κοινωνικές υπηρεσίες και πρόνοια) και ατομικές ελευθερίες, σε όσα αντιλαμβάνεται για τον επιτελικό ρόλο του κράτους, στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, το οποίο παρεμβαίνει ήπια στην κοινωνία και στην οικονομία.
Πώς; Αντιμετωπίζοντας την ανεργία, παρέχοντας υγειονομική περίθαλψη και μόρφωση σε όλους τους πολίτες.
Όμως, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός έχει και άλλη «όψη», την οποία δεν αντιλαμβάνονται όσοι θεωρούν ότι πρεσβεύουν την «ακροδεξιά» ή τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό. Αυτήν με το προοδευτικό πρόσημο σε ζητήματα που δεν σχετίζονται άμεσα με την οικονομία, όπως είναι ο διαχωρισμός κράτους – Εκκλησίας, η αναγνώριση νομικών δικαιωμάτων στα ζευγάρια του ίδιου φύλου, η ισότητα των δύο φύλων κ.λπ.
Οι κοινωνικά φιλελεύθερες ιδέες τείνουν να θεωρούνται «κεντρώες», ακριβώς επειδή υιοθετούν ένα κρατικό-κοινωνικό μοντέλο, που επιδιώκει την επιτήρηση της αγοράς προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Η Νέα Δημοκρατία οφείλει να επανέλθει στην κοιτίδα του ευρωπαϊσμού και του κοινωνικού φιλελευθερισμού, αναλαμβάνοντας δράση και εντός της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, όχι ως ουραγός αλλά ως ένα κόμμα απόλυτης ιδεολογικής καθαρότητας.