της ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΕΦΑΝΑΤΟΥ*
Όσο και να θέλουμε να πιστεύουμε ότι εμείς δεν το κάνουμε, το φαινόμενο της αναβλητικότητας ειναι τόσο διαδεμένο που σχεδόν δεν περνάει η ώρα χωρίς αυτό. Και το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι δεν έχετε αναβάλλει μόνο κάτι που δεν σας άρεσει αλλά και κάτι που θα σας έκανε καλό και που το θέλατε πάρα πολύ. Πόσες φορές έχετε αναβάλλει να κόψετε το κάπνισμα, να αρχίσετε δίαιτα, να διαβάσετε τις προεκλογικές δηλώσεις των κομμάτων πριν τις εκλογές, να ενημερωθείτε για την πρόοδο του παιδιού στο σχολείο, να κάνετε ιατρικές εξετάσεις, να ‘καθαρίσεις το δωμάτιο σου’;
Και το ερώτημα που γεννάται είναι: Γιατί επιλέγουμε να σαμποτάρουμε τον εαυτό μας;
Φαίνεται ότι υπάρχει ένας δυσνόητος μηχανισμός. Το πρώτο γρανάζι είναι η ελεύθερη βούληση: αυτό που πιστεύετε ότι είναι το αναφαίρετο δικαίωμα σας, να επιλέγετε ελεύθερα αυτό που είναι καλύτερο για σας. Το δεύτερο γρανάζι έχει να κάνει με το ότι έχουμε όλοι μια βαθιά ριζωμένη αντίδραση σε οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή απειλεί την επιθυμία μας για προσωπική αυτονομία.
Είτε πρόκειται για ένα θέμα αξιοπρέπειας ή υπερηφάνειας, είτε γιατί έχουμε μια ισχυρή αίσθηση της αυτοδιάθεσης, όταν ξέρουμε ότι πρέπει να κάνουμε κάτι επειδή κάποιος του οποίου η αρχή είναι μεγαλύτερη από την δική μας μας έχει πει να κάνουμε (ή ίσως μας διέταξε να κάνουμε) υπάρχει κάτι βαθιά μέσα μας που μας ωθεί να αντισταθούμε.
Αυτό ισχύει ακόμα και όταν δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα που να μην μας αρέσει σχετικό με το έργο που πρόκειται να αναβάλλουμε. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε μάλιστα να είναι και κάτι που, αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, θα μας άρεσε πολύ και δεν θα είχαμε κανένα λόγο να αποφύγουμε.
Ο αντίποδας, και το τρίτο γρανάζι τελικά, είναι ότι ουσιαστικά, έχουμε την επιλογή να το κάνουμε, όχι εξαιτίας οποιουδήποτε εξαναγκασμού, αλλά επειδή είναι στο μέτρο των δυνατότητων και ικανοτήτων μας. Έτσι, απλά.
Φυσικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να δαιμονοποιήσουμε την αμφιθυμία μας. Μερικές φορές η αμφιθυμία χρειάζεται για να πάρει κανείς σοφές αποφάσεις.
Όμως δεν είμαστε πλέον το παιδί που επιδιώκει να δημιουργήσει μια ξεχωριστή ταυτότητα από τους γονείς του, λέγοντας “Όχι!” στις προτροπές τους ‘να πλύνεις τα δόντια σου το βράδυ’. Πράττουμε προς όφελος μας γιατί είναι μια συμπεριφορά που ασπαζόμαστε και επιθυμούμε.
Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί αισθανόμαστε την ανάγκη να καθυστερήσουμε μια δουλειά. Φοβόμαστε ότι δεν την ξέρουμε καλά; Ότι μπορεί να βρεθούμε προ των ευθυνών μας και δεν είμαστε καλά προετοιμάσμένοι; Δεν είναι κατανοητό το αντικείμενο και φοβόμαστε να ρωτήσουμε για να μην χάσουμε την εικόνα μας στους άλλους; Είναι κάτι που αφορά το δικό μας καλό να γίνει το έργο στον κατάλληλο χρόνο.
Όσο και αν αποδεχόμαστε την αμφιθυμία και τη καθυστέρηση, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ενδίδουμε σ’αυτήν. Παρακάμπτοντας το ‘ενστικτώδες’, θα αισθανθούμε πραγματικά πιο ‘ελεύθεροι’ να ξεκινήσουμε ή να ολοκληρώσουμε ένα έργο απλώς επειδή είναι επωφελές για την ευημερία μας, αντί να αντιστεκόμαστε, ως σπασμωδική αντίδραση, στο γεγονός ότι κάποιος άλλος μας λέει τι να κάνουμε.