Αν και είναι ευρέως διαδεδομένη η πεποίθηση πως η δυστυχία και το στρες αρρωσταίνουν κάποιον και τον οδηγούν πρόωρα στον θάνατο, μια νέα μεγάλη βρετανο-αυστραλιανή επιστημονική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ούτε η δυστυχία, ούτε η ευτυχία έχουν τελικά άμεση επίπτωση στη θνησιμότητα.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και της Νέας Νότιας Ουαλίας, με επικεφαλής τον καθηγητή σερ Ρίτσαρντ Πέτο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet”, μελέτησαν στοιχεία για περίπου 700.000 γυναίκες με μέση ηλικία 59 ετών, από τις οποίες οι 30.000 πέθαναν στη διάρκεια μιας δεκαετίας.
Η ανάλυση έδειξε ότι δεν υπήρχε διαφορά στο ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ όσων προηγουμένως είχαν δηλώσει σε σχετικά ερωτηματολόγια ότι ένιωθαν ευτυχισμένες και όσων είχαν δηλώσει δυστυχισμένες. Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι προηγούμενες μελέτες είχαν αντιστρέψει τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος.
Στην πραγματικότητα, αυτό που συνήθως συμβαίνει, δεν είναι ότι οι πιο δυστυχισμένοι αρρωσταίνουν περισσότερο, αλλά το αντίθετο, δηλαδή οι πιο άρρωστοι νιώθουν πιο δυστυχισμένοι και αγχωμένοι.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η κακή υγεία προκαλεί δυστυχία, γι’ αυτό η δυστυχία έχει συσχετιστεί με την αυξημένη θνησιμότητα. Όμως η ίδια η δυστυχία από μόνη της δεν φαίνεται να φέρνει πρόωρο θάνατο από καρκίνο, καρδιοπάθεια ή άλλη αιτία.
«Η αρρώστια σε κάνει δυστυχισμένο, αλλά η ίδια η δυστυχία δεν σε αρρωσταίνει. Στη δεκαετή μελέτη μας, δεν βρήκαμε άμεση επίπτωση της δυστυχίας ή του στρες πάνω στη θνησιμότητα», δήλωσε η ερευνήτρια δρ Μπέτε Λίου.
«Πολλοί συνεχίζουν να πιστεύουν ότι το στρες ή η δυστυχία μπορούν άμεσα να προκαλέσουν αρρώστια, όμως απλούστατα μπερδεύουν το αίτιο με το αποτέλεσμα. Φυσικά οι άνθρωποι που είναι άρρωστοι, τείνουν να είναι πιο δυστυχισμένοι σε σχέση με τους υγιείς, όμως η έρευνά μας δείχνει ότι ούτε η ευτυχία, ούτε η δυστυχία από μόνες τους έχουν οποιαδήποτε άμεση επίπτωση στο ποσοστό των θανάτων», πρόσθεσε ο Πέτο.
Όπως έδειξε και η νέα μελέτη, η δυστυχία για μια γυναίκα σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με την μοναξιά, την έλλειψη σωματικής άσκησης, το κάπνισμα κ.α. (οι καπνιστές γενικά δηλώνουν πιο δυστυχείς σε σχέση με τους μη καπνιστές).