της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΙΚΑΡΙΟΥ*
Τέσσερα, παρά κάτι, ευρώ το κιλό. Φωτογραφίες με το αχινωτό τους περίβλημα και γαντοφορεμένα χέρια που δήθεν-τάχα μου εβγήκαν στους ορεινούς όγκους να τα συλλέξουν, κάνουν σωρούς αναρτήσεων στα περιβόητα σόσιαλ μήντια-μη ξεράσω. Διότι, στην Ελλάδα της ετήσιας ηλιοφάνειας, δε νοούνται πλέον «Χριστούγεννα» άνευ κάστανων, βαμβακομουσάτων αγιοβασίληδων, παγοδρομίων, κινεζολεντοφωτακίων και πρασινοπλαστικούρας που υποδύεται το «έλατο, αχ έλατο, μ’ αρέσεις πως μ’ αρέσεις…»
Στη σόμπα, τα ψήναμε μικροί. Χάραζε μ’ ένα σουγιαδάκι ο πατέρας με τα τραχιά του χέρια τη σκούρα καφετιά επιφάνεια κι όπως τα άπλωνε πάνω στη μαντεμένια επιφάνεια, άφηναν κρότο σύγκρουσης. Εκείνες τις εποχές, οι κοινωνικές συγκρούσεις άλλαζαν άρδην την Ελλάδα. Αποκάλυπταν τις ιδεολογικές αποκλίσεις και δε συγκάλυπταν τις υπερμεγεθυμένες ασημαντότητες που κορδακίζονταν τους ηγήτορες. Δημιουργούσαν συνθήκες ανάπτυξης μιας αγωνιστικότητας που ξεσήκωνε η ανάγκη και διαπότιζε η ελπίδα.
Ο πνευματικός κόσμος της χώρας, που ξεροψηνόταν σα κάστανο στη φωτιά των κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων, άφηνε τη στιβαρή σάρκα του λόγου άλλοτε να μελώνει κι άλλοτε να ξεροψήνεται. Για να τη γεύονται, εκείνοι που πεινούσαν…
Δεν είχαν αναγάγει ακόμη τότε το κασσιτερωμένο τους τίποτα σε άπαν, οι πειθήνιοι κομματικοί γραφιάδες. Κι η «αριστερά» δεν ήταν απλά έδρανα στη Βουλή, ήταν στάση και βούληση. Κι εκείνοι που την υπερασπίζονταν, την τιμούσαν στους αγώνες, τις απεργίες και τα συλλαλητήρια. Δεν «ξεχνούσαν» να δηλώσουν τριάκοντα οκτώ ακίνητα κι άλλα τόσα ασυγκίνητα, δεν περιέφεραν την πλαστικοποιημένη κομματική τους ταυτότητα από χωρίου εις χωρίον κι από καρέκλα εις θώκον. Δεν ήταν ανακόλουθοι των λόγων και ακόλουθοι- σφουγγοκωλάριοι της βαρβαρότητας που προελαύνει παγκοσμίως, αδηφάγα, τυραννική, τρομοκρατόρισσα.
Ό,τι της αντιστάθηκε, γονάτισε ή συνθηκολόγησε. Συναλλάχθηκε ή μεταλλάχθηκε. Κι η Αριστερά, σα καμένο κάστανο στη φουφού, μαύρισε και μύρισε άσχημα. Αχρήστευσε και αχρηστεύθηκε, όταν στέφθηκε «μηχανισμός κυβερνητικός». Όταν η δύναμη που φόβιζε τις εξουσίες, έγινε εξουσία η ίδια. Όταν οχυρώθηκε πίσω από την αδυναμία της να υπερασπιστεί όσα υποσχέθηκε κι αντί να σκίσει τα μνημόνια, ξέσκισε τον πολίτη, διέρρηξε τις αξίες (και τα ιμάτιά της), αγκάλιασε το νεοφιλελευθερισμό κι έναν ασκεπή, λανθάνοντα νεοφασισμό που ενδύθηκε προβιά «εθνικισμού». Αφήνοντας τους «αριστερίζοντες» χωρίς πρωτοδεύτερη φορά «αριστερά» και την αριστερά, να ακολουθεί το σπείρωμα του δεξιόστροφου κοχλία.
Μια χώρα που κακοφορμίζει διαρκώς, σε παλιές και νέες πληγές. Με μια ανοικοκύρευτη οικονομία που χρηματοδοτεί τις πηγές ανάσχεσης της ανάπτυξης και με τη δημόσια διοίκηση, σε κατάσταση ισχαιμίας.
Επαγγελματικός και επιχειρηματικός κλάδος χαροπαλεύουν, μισθοσυντήρητοι και συνταξιούχοι ήδη τους πήρε το δρεπάνι της καθημερινής επιβίωσης, η ανεργία καλπάζει σα πουλάρι και το μουλάρι της αυτοδιοίκησης έχει κάτσει στα πίσω πόδια κι αδυνατεί να προχωρήσει.
Την εποχή που η Ελλάδα αναζητούσε το ευρωπαϊκό της προφίλ, με έπαιρνε γιορτινές μέρες ο πατέρας από το χέρι και με σεργιανούσε στις γειτονιές του Πειραιά. Συνταίριαζα ασθμαίνοντας το μικρό μου βάδισμα με το δικό του. Άκουγα τις «κουβέντες των μεγάλων» καταγράφοντας ένα-ένα τα «τι» και τα «γιατί» να τα ρωτήσω στο σπίτι: Τι είναι απεργία, δικαιώματα, υπερωρία, τι σημαίνει επίσχεση και τι εργοδοσία. Λουστρινένια απαστράπτοντα παπούτσια, κόκκινο παλτουδάκι ραμμένο στη singer της μάνας, η καθιερωμένη περιήγηση στο κεντρικό βιβλιοπωλείο κι ένα νέο απόκτημα, τυλιγμένο σε πολύχρωμο χαρτί, υπό μάλης. Για να ντύσει με φαντασία και λέξεις, τις κρύες νύχτες των χριστουγεννιάτικων σχολικών «διακοπών». Βιτρίνες ολόφωτες, το «Μινιόν» να φαντάζει εξωπραγματικό, μαλακιές καραμέλες πασπαλισμένες με ζάχαρη, λαμπάκια πολύχρωμα αλλά με φως ζεστό κι ας καίγονταν διαρκώς, δεντράκια με στολίδια από χρυσόχαρτα και γυάλινες χιονόμπαλες, μικροπωλητές που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, το ημερολόγιο τοίχου με στιχάκια της συμφοράς, φτηνοπαίχνιδα σε καρότσια και στη γωνιά, ο καστανάς, να τυλίγει σε χωνάκι εφημερίδας, τους ζεστούς καρπούς.
Τα κάστανα των αθώων παιδικών μας ματιών, προσήχθησαν βιαίως. Μέσα στους αέρηδες του κόσμου, σβήνει μέρα τη μέρα, η φουφού της Ελλάδας…
*Η Μαργαρίτα Ικαρίου είναι δημοσιογράφος και σύμβουλος σε θέματα Επικοινωνίας-Δημοσίων Σχέσεων και Προβολής. Συνεργάζεται με το “Κέντρο Μάθησης και Πολιτισμού Αιγαίου” στο τμήμα Marketing. Είναι Cluster Facilitator (CF) στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα CADIC (Cross-Enterprise Assessment and Development of Intellectual Capital). Κατέχει Μεταπτυχιακό τίτλο στις Οικονομικές Επιστήμες και είναι Αριστούχος απόφοιτος της Σχολής ΝΟΜΙΚΩΝ Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς και Μαθηματικών της Σχολής ΘΕΤΙΚΩΝ Επιστημών. Έχει βραβευτεί για το συγγραφικό της έργο από το Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών και έχει τιμηθεί με το βραβείο ΙΠΕΚΤΣΙ. Είναι πιστοποιημένη δημοσιογράφος, διαπιστευμένη στο Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και τακτικό μέλος της Ένωσης Συντακτών. Διαθέτει πολυετή εμπειρία στη δημοσιογραφία, με καθημερινή δημοσιογραφική εκπομπή στα ερτζιανά. Έχει διατελέσει διευθύντρια εφημερίδος επί 12 συναπτά έτη, είναι ανταποκρίτρια του Ομογενειακού Πρακτορείου Ειδήσεων και συνεργάζεται με εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς καθώς και περιοδικά στοχευμένα στον πολιτισμό και τουρισμό. Επί τριετία ήταν Υπεύθυνη Γραφείου Τύπου στον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Υπαλλήλων Ποντοπλοΐας και έχει διατελέσει στέλεχος Αθηναϊκών επιχειρήσεων στον τομέα δημοσίων σχέσεων και marketing. Επίσης, έχει εργαστεί στο χώρο της εκπαίδευσης ως καθηγήτρια.