του ΝΑΣΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ*
Ή αλλάζεις ή χάνεσαι! Ιδού το δίλημμα. Ανθρώπους σαν εμένα, που έχουν το βλέμμα του βατράχου (από κάτω προς τα πάνω), το ακλόνητο αυτό ιστορικό πόρισμα μπορεί να τους τρομοκρατήσει. Εκείνους που έχουν το βλέμμα του αετού (από πάνω προς τα κάτω) μπορεί να τους αφήνει αδιάφορους. Ας προσέξουμε, όμως. Το να είσαι αετός δεν συνεπάγεται ότι είσαι απρόσβλητος από τη μυωπία.
Τέλος πάντων, δεν είναι δουλειά μου η διδασκαλία, γι’αυτό αναζητήστε οποιονδήποτε καθιερωμένο ιστοριογράφο για να σας πει ότι όλοι ανεξαίρετα οι πολιτισμοί κλήθηκαν κάποτε από την ιστορία ή να μεταρρυθμιστούν ή να αφανιστούν. Το αξίωμα δεν αφήνει ανέπαφη την Ελλάδα. Πρέπει ν’ αλλάξουμε, αλλά πώς; Ο τόπος έχει γεμίσει καθηγητές, ρωτήστε κάποιον της αρεσκείας σας (εγώ προτιμώ τους νεκρούς, διότι είναι αφιλόδοξοι). Πώς λοιπόν;
Το καλύτερο είναι να ενεργείς τόσο προοδευτικά, ώστε να αποτρέπεις ξεσηκωμούς σαν την “αραβική άνοιξη” που έγινε χειμώνας βαρύς.
Και δεν προκαλείς άγριο ξεσηκωμό όταν θυμάσαι ότι πρέπει να εξελίσσεσαι διατηρώντας τη συνέχειά σου. Μπορείς; Καλώς. Δεν μπορείς; Μια κατραπακιά, θα σου το θυμίσει. Όταν λέμε να εξελίσσεσαι, εννοούμε να περνάς πραγματικά σε άλλη – στην επόμενη, τουλάχιστον- φάση και όχι να μπουρδολογείς για ενοποιήσεις ταμείων, αναγκάζοντας το ΙΚΑ να χορηγεί 930 διαφορετικές συντάξεις. Με άλλα λόγια, αλλαγή δεν είναι τα ίδια ρούχα, αλλιώς.
Είναι γοητευτικό το σύνθημα της αλλαγής. Στη σχετικά νωπή ευρωπαϊκή ιστορία το χρησιμοποίησε πρώτα ο Φρανσουά Μιτεράν, για να τον αντιγράψει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Το αίτημα παρέμεινε σύνθημα υποστηρίζουν ορισμένοι, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι π.χ. ο Ανδρέας παρέλαβε μια Ελλάδα «μισή» και την έκανε «ολόκληρη» επιβάλλοντας την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία (το στοιχειώδες), κινητοποιώντας δυνάμεις που κρατούνταν επί δεκαετίες στο περιθώριο. Αλλά κι αυτά σήμερα είναι και φαίνονται παλιά. Άλλου είδους αλλαγή χρειάζεται.
Στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν διεξαχθούν, και οπωσδήποτε από ’δώ και πέρα, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί απ’ το αν θα μπορέσει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, απ’ το αν δηλαδή θα κατορθώσει να κινήσει την αγορά. Στον τομέα αυτόν δεν αρκούν τα τσιτάτα όσο γοητευτικά κι αν είναι. Χρειάζεται κάτι που το αποκαλούν ρεαλισμό. Κι είναι μερικές φορές άσχημο κι άπλυτο το καημένο.
Επειδή θέλω να με καταλάβουν κι επειδή στον τόπο μας συχνά δεν καταλαβαίνουμε παρά με μεγαλοστομίες, θα το πω χοντρά: Το να στηρίξεις το μαγαζάκι βάζοντας του μέσα πελάτες, το να ενισχύσεις τον ιδιοκτήτη μιας μικρής ιδιωτικής εταιρίας που απασχολεί π.χ. πέντε πτυχιούχους κι ετοιμάζεται ν’απολύσει τον έναν, ε, τούτο έχει σήμερα την ίδια σημασία που είχε στον καιρό της η μάχη του Μαραθώνα.
Η αγορά δεν κινείται. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις που θα την ταρακουνήσουν.
Έχουμε δύο πρόσφατα παραδείγματα, το γαλλικό που συναντά σφοδρότατες αντιδράσεις και το ιταλικό που υπερψηφίστηκε και που ο καθηγητής Φραντσέσκο Τζαβάτσι του Πανεπιστημίου Μποκόνι του Μιλάνου, αν και σφοδρός επικριτής του Ματέο Ρέντσι, το χαρακτήρισε ως «την πιο σημαντική μεταρρύθμιση των τελευταίων 50 ετών στην Ιταλία».
Ο Ρέντσι έκανε μεταρρυθμίσεις στο αστικό δίκαιο και τη γραφειοκρατία. Η βραδύτητα απονομής του πρώτου (Ρουπακιάδες) και η πολυπλοκότητα της δεύτερης εμποδίζουν τις επενδύσεις, είπε. Το πρώτιστο: Ισοφάρισε τη μεγαλύτερη κινητικότητα προσλήψεων-απολύσεων με τη σταδιακή εφαρμογή μεγαλύτερης εργασιακής ασφάλειας και με την κοινωνική προστασία των νεοεισερχόμενων στην εργασία.
Μεταρρυθμίσεις, λοιπόν, με μέτρο και μεσότητα. Με στόχευση κάθε νοσούσα περιοχή του κοινωνικού βίου. Με γνώμονα το μετρήσιμο αποτέλεσμα. Με φάρμακα που αλλάζουν αδίστακτα, όταν δεν έχουν επίδραση. Μεταρρυθμίσεις ΣΥΡΙΖΑ και όχι ΝΔ. Έγινε μια θαυμάσια αρχή στο κατακαημένο πεδίο των τηλεοπτικών επιχειρήσεων ενημέρωσης και στον τομέα της φοροδιαφυγής. Πρέπει να υπάρξει συνέχεια.
Αλλά οι μεταρρυθμίσεις δυσφημίστηκαν στην Ελλάδα. Το είχε προβλέψει η «σχολή Κρούγκμαν» και αρθρογραφώντας για την Ελλάδα, κυρίως στους New York Times, είχε εναντιωθεί στα προγράμματα λιτότητας επειδή, εκτός του ότι είναι αντιαναπτυξιακά, καθιστούν αποκρουστικές στον λαό τις μεταρρυθμίσεις.
Το θέμα τώρα είναι να προσεχθεί ο ιδιωτικός τομέας όταν δημιουργεί ή διασώζει θέσεις εργασίας. Εκεί υπάρχει η μεγάλη φτώχεια, εκεί πρέπει να δοθεί η μεγάλη μάχη.
Αυτό που φαίνεται «δεξιό» μέτρο μπορεί να φέρει «αριστερά» αποτελέσματα, δηλαδή αποτελέσματα υπέρ των φτωχών. Μια ιδιωτικοποίηση μπορεί να μην είναι ξεπούλημα, μπορεί να αναζωπυρώνει την οικονομική δραστηριότητα και να κομίζει εισόδημα σε νοικοκυριά που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Πόσα χόρτα να φυτρώσουν ακόμη στο διάδρομο προσγείωσης του Ελληνικού; Σε τι βλάπτει μια ιδιωτικοποίηση όταν συμπράττει το ελληνικό δημόσιο και την εποπτεύει;
*Ο Νάσος Αθανασίου γεννήθηκε στην Αθήνα και δημοσιογραφεί από 20 χρονών . Είναι Βουλευτής Αττικής με τον ΣΥΡΙΖΑ και Κοσμήτορας της Βουλής. ΄Εχει εργαστεί στις εφημερίδες “΄Εθνος”, “Καθημερινή”, “Ελεύθερος Τύπος”, καθώς και στα περιοδικά “Ένα” και “Εικόνες”. Επίσης έχει εργαστεί στους τηλεοπτικούς σταθμούς ΕΤ1 (“Κάθε Μεσημέρι”, “Τρείς στον αέρα”) και Mega Channel (“Η εκπομπή”). Σε δημοσιογραφικά πάντοτε προγράμματα δραστηριοποιήθηκε και στο ραδιόφωνο σε διάφορους σταθμούς (ΕΡΑ, SKY, FLASH). Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ και, σε κρίσιμες στιγμές της, την εκπροσώπησε στη Διεθνή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων. Σπούδασε νομικά, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα Αρχαία Ελληνικά Δίκαια, αλλά δεν επαγγελματοποίησε τις νομικές σπουδές του. Διετέλεσε νομαρχιακός σύμβουλος Αθηνών και δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων. Σήμερα είναι περιφερειακός σύμβουλος Αττικής. Βιβλία του: “Προσωπικοί Παράδεισοι” (μυθιστόρημα), καθώς και τα προοριζόμενα για παιδιά “Το δένδρο που έγινε άγγελος”, “Τρίων ο Πέστροφας” και” Το στραβό έλατο”.