του ΜΑΡΚΟΥ ΧΑΡΙΤΟΥ*
Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ερντογάν με τις κινήσεις του αποδομεί τις τελευταίες εστίες του Κεμαλισμού στο κράτος και τον στρατό, γιατί προφανώς και απερίφραστα θέλει να δημιουργήσει ένα στράτευμα και ένα κράτος αμιγώς Οθωμανικό, άρα με έναν “Σουλτάνο” και με το στοιχείο της πίστης σαν συνεκτικό παράγοντα, αυτό δηλαδή που ο Κεμαλισμός προσπάθησε να ξορκίσει, μεταλλάσσοντας το οσμανικό σχήμα της κοινωνίας εν πολέμω ή της κοινωνίας στρατόπεδο, χωρίς όμως το απαραίτητο ιδεολογικό τσιμέντο της θρησκείας και υποκαθιστώντας το με τον τουρκικό εθνικισμό – πράγμα που αποστερούσε το Κεμαλικό κράτος από την λαϊκή δυναμική που ενέχεται στην ισλαμική κοινότητα των πιστών που κυριαρχούν επί των απίστων.
Aς μην ξεχνάμε ότι η οσμανική σύνταξη διεκδίκησε και εγκολπώθηκε το χαλιφάτο στην περίοδο από την κατάκτηση της Ανδριανούπολης (Μουράτ Α’ 1362) μέχρι τον Σελίμ Α΄ (1517-1520), που καθιέρωσε το οθωμανικό χαλιφάτο διάρκειας περίπου 400 ετών.
Στο νεοθωμανικό πλαίσιο αυτό θα αναβαθμιστεί ο ρόλος του λαϊκού παράγοντα, με την μορφή του όχλου στην κοινωνία και των ατάκτων στο στρατιωτικό επίπεδο, όπως είδαμε σε πλήρη εξέλιξη στην περίπτωση της καταστολής των δυνάμεων που έκαναν ή νόμιζαν – κατά μία εκδοχή – ότι έκαναν πραξικόπημα. Δηλαδή το μείγμα τακτικών δυνάμεων (αστυνομία) και ατάκτων που απέκρουσε και συνέλαβε τους πραξικοπηματίες και απέδωσε, σε πολλές περιπτώσεις, με συνοπτικές διαδικασίες “δικαιοσύνη”.
Στην Ισλαμική γενικά τακτική, ιδιαίτερα από τα χρόνια του Χομεϊνί, ο ρόλος του λαϊκού παράγοντα στην ισλαμική τακτική είναι σημαντικός και δικτυακά οργανωμένος, σε αντίθεση με την προσπάθεια της επίσημης Δύσης να ελέγξει κεντρικά και να αποκλείσει τον ρόλο του λαϊκού παράγοντα, ιδιαίτερα δε στην στρατιωτική τακτική, επανεισάγοντας τον εξειδικευμένο στρατιώτη – ιππότη.
Ενώ η Δύση αναπτύσσει εξωσκελετούς, αδιαπέραστα υλικά και συσκευές που επεκτείνουν τις αισθήσεις, δηλαδή ένα είδος νεωτερικής πανοπλίας για να ενδυναμώσει τον κατάφρακτο – ιππότη – υπερστρατιώτη, η Ανατολή στέλνει γυμνή σάρκα εμψυχωμένη με τυφλή πίστη και αποφασισμένη να πεθάνει παίρνοντας μαζί της στον θάνατο τον εχθρό.
Το πρόβλημα με την Δύση είναι πως στην σύντομη επαφή της με την ανατολή δεν έχει κατανοήσει την τεράστια αφομοιωτική δύναμη που κρύβει και ειδικά στην εκδοχή του ισλάμ που είναι η πρώτη μοντέρνα μεταφυλετική θρησκεία που εξακολουθεί να συναρπάζει, προσφέροντας ταυτότητα δια της απλής προσχώρησης, αντίθετα οι προτεσταντικές εκδοχές του χριστιανισμού, σε πολλές περιπτώσεις ευθέως ρατσιστικές, που αποτελούν το υπόβαθρο της πλειοψηφίας των χριστιανών που κήρυξαν και διεξάγουν των πόλεμο των πολιτισμών, ουδεμία έλξη ασκούν στις εξαθλιωμένες μάζες του πλανήτη, με εξαίρεση τους διάφορους τηλεοπτικούς ιεροκήρυκες που γοητεύουν τους λευκούς κυρίως των ΗΠΑ.
Από εδώ και πέρα τι δρόμο θα μπορούσε να ακολουθήσει ο Ερντογάν;
Αν ολιγωρήσει στην ισλαμική οθωμανική επανίδρυση θα δώσει χώρο στο ISIS να καθιερώσει το χαλιφάτο που ανακήρυξε το 2014, ως σύζευξη πολιτικής και θρησκευτικής ηγεσίας μιάς εδαφικής επικράτειας και για τους πιστούς του Ισλάμ ευρύτερα. Η πραγματικότητα του οθωμανικού χαλιφάτου που ήταν ουσιαστικά και το τελευταίο, διήρκεσε από το 1517 έως το 1924, οπότε καταργήθηκε από τον Κεμάλ.
Από αυτή την πλευρά έχει λόγους για να επιταχύνει την ισλαμοποίηση της Τουρκίας.
Το Γεωπολιτικό περιβάλλον που επέτρεπε την ύπαρξη της Βυζαντινής όσο και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έχει εκλείψει από τα χρόνια του Κεμάλ, γι’ αυτό και προτίμησε την αναδίπλωση από την περίζηλη και αυτοκρατορικών προοπτικών Κωνσταντινούπολη στην επαρχιακή Άγκυρα. Λογική αντίστροφη από του Ερντογάν. Οι λόγοι ήταν και παραμένουν πολλοί, έχουν δε να κάνουν με την ανάδυση των βαλκανικών εθνικισμών, την αφύπνιση των Αράβων, που αν και ιδρυτές του Ισλάμ, στην οθωμανική σύνταξη κατείχαν την κατώτερη θέση στην κοινωνική ιεραρχία, στο διαρκές ενδιαφέρον της Δύσης για τις περιοχές εξόρυξης πετρελαίου που ανήκουν στον ισλαμικό κόσμο, και βέβαια στην ισχυροποίηση της Ρωσίας μετά το Βατερλώ, είτε ως Τσαρική, είτε ως Σοβιετική, είτε στην σημερινή μορφή της.
Αυτό που επανέρχεται και είναι το πλέον επικύνδυνο για την Ελλάδα είναι η πιθανότητα προσέγγισης της Ρωσίας, με την Νεοθωμανική Τουρκία του Ερντογάν.
Στα χρόνια μετά τον Α’ παγκ. πόλεμο ανάλογη προσέγγιση έσωσε την δυνατότητα στην μεν Ρωσία να διασφάλισει την περιοχή του Καυκάσου και να σταθεροποιήσει τα σύνορά της στην περιοχή.
Οι πολιτικές και οικονομικές ανάσες πού έδωσε ο Λένιν στον Κεμάλ επέτρεψαν την ανασυγκρότηση του Κεμαλικού στρατού και την νίκη στην Μικρά Ασία, όταν μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, το οίκαδε των Κωνσταντινικών μεταλλάχθηκε στην στρατηγικά μετέωρη πορεία προς την Άγκυρα.
Για την Ελλάδα θα αποδειχθεί δύσκολη η αντιμετώπιση των προκλήσεων από την Τουρκία σε ένα ένα περιβάλλον που οδηγεί σε κοινά μονοπάτια έστω και προσωρινά την Τουρκία και την Ρωσία.
Η Ελλάδα θα χρειαστεί να βαδίσει σε τεντωμένο σχοινί αν επιδεινωθούν οι σχέσεις Τουρκίας ΝΑΤΟ και η Ρωσία λόγω ανάλογων πιέσεων που δέχεται από την Δύση, προσεγγίσει εξ ανάγκης την Τουρκία.
Η χώρα χρειάζεται στρατηγική και προετοιμασία εναλλακτικών σεναρίων που να ανταποκρίνεται στις τρέχουσες συνθήκες, και επειδή τότε, αλλά και τώρα, μέγα μέρος των πολιτικών δυνάμεων έλκονται ή παραδίδονται στην προοπτικά αμφίβολη Γερμανική ηγεμονία, η μελέτη των σφαλμάτων και των ευκαιριών της περιόδου 1914 – 1923 καθίσταται απαραίτητη, παράλληλα αποτελεί τραγική ειρωνεία ότι η αριστερά, που τότε βρέθηκε σθεναρά απέναντι στις πολιτικές επιλογές του Βενιζέλου, σήμερα όντας στην κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή παρά να μελετήσει την τακτική και την στρατηγική του, μία στρατηγική που με σταθερότητα επέλεξε την συμπόρευση με τις θαλάσσιες δυνάμεις της Δύσης χωρίς αυτό να σημαίνει υποχώρηση σε ζητήματα κυριαρχίας, αντίθετα, ακόμη και οι ακραίες υποχωρήσεις του, αύξησαν παρά μείωσαν το εύρος της εθνικής κυριαρχίας.
*Ο Μάρκος Χαρίτος, ασχολείται με την διαφήμιση και την επικοινωνία. Σπούδασε Οπτικές τέχνες και Σκηνοθεσία στην Ελλάδα και τον Καναδά. Είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου για τη Διεκδίκηση των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα. Μελετά την επικοινωνιακή διαχείριση του πολέμου, των επανορθώσεων και της κατοχής εκ μέρους της Γερμανίας αλλά και τις αντιδράσεις χωρών που αντιμετώπισαν την Γερμανική επιθετικότητα.