του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ*
Να ζει κανείς ή να μη ζει; Τι εκ των δυο είναι προτιμότερο; Η ζωή είναι απαίσια, αλλά ο θάνατος φρικτότερος, γνωμοδοτεί η μάγισσα του Σαίξπηρ. Η προοδευτική ελληνική κυβέρνηση διαβεβαιώνει ικανοποίηση και αισιοδοξία για το μέλλον, παρ’ όλο που η κοινωνία την αντιμετωπίζει με αυξανόμενο σκεπτικισμό που φθάνει μέχρι την απόγνωση. Απελπιστικά μειούμενες προσδοκίες όχι μόνον στον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και σε ακόμη πιο κρίσιμο βαθμό στους εργαζόμενους, στα λαϊκά στρώματα, στους χαμηλόμισθους και συνταξιούχους. Κι όμως, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι δεν υπάρχει διαφορετικός δρόμος για την κυβέρνηση, θα περίμενε κανείς από αυτήν τουλάχιστον να αναγνωρίζει με ειλικρίνεια τις συνέπειες των επιλογών της και όχι να τις ωραιοποιεί καταφεύγοντας στα επιχειρήματα των προκατόχων της. Ενώ η κυβέρνηση σωστά επισημαίνει ότι η συνεχιζόμενη λιτότητα στην Ευρώπη βαθαίνει την ύφεση, εν τούτοις, εφαρμόζοντας την αυτή πολιτική στη χώρα μας, διατείνεται ότι η ανάκαμψη βρίσκεται προ των πυλών. Πόσο αυτό διαφέρει από το success story του απελθόντος πρωθυπουργού;
Διακινείται αισιόδοξο σενάριο ότι, μετά την επιτυχή αξιολόγηση από θεσμούς και δανειστές, η ανάκαμψη της οικονομίας επελαύνει, κυρίως με την αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ επενδυτών και ελληνικού κράτους, με την εισροή πόρων από τα 86 δισ. του 2015, με τα προγράμματα του ΕΣΠΑ και την αναμενόμενη ένταξη της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ωστόσο, το ισοζύγιο ανάμεσα στους εισερχόμενους στην οικονομία πόρους και σε αυτούς που εκρέουν υπέρ των δανειστών παραμένει επί του παρόντος δραματικά αρνητικό για την χώρα, αλλά και σε βάθος χρόνου απελπιστικό. Με προθυμία η κυβέρνηση έχει αναλάβει υποχρέωση δημοσιονομικού πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ και αυτό παρ’ όλο που η οικονομία λιμνάζει σήμερα σε μηδενικούς και αρνητικούς ρυθμούς. Των πραγμάτων ούτως εχόντων, η απόσπαση 3,5% του ΑΕΠ υπέρ των δανειστών δεν θα μπορούσε να συνεπάγεται παρά πρόσθετη δραματική περικοπή του εισοδήματος όλων των κατηγοριών του πληθυσμού, όπως φυσικά του δραστική κάμψη του επιπέδου λειτουργίας της οικονομίας. Υπάρχει άραγε συναίσθηση της πραγματικότητος και των αριθμών; Μιλούμε άραγε όλοι την ίδια γλώσσα ή μήπως ο καθείς τη δική του και ο δημόσιος λόγος κατάντησε παρωδία;
Στη διάρκεια της εξαετίας 2010-2016, το εθνικό εισόδημα της χώρας υπέστη σωρευτική συρρίκνωση κατά 23%, παράλληλα εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεων εξαναγκάσθηκαν να κλείσουν και ο αριθμός των ανέργων εκτινάχθηκε στο 1,5 εκατομμύριο ατόμων, πλήττοντας νεανικούς πληθυσμούς μέχρι 66%. Η καθοδική πορεία της χώρας προς την κόλαση συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή καθ’ όλη την εξαετία, αλλά και, παρά πάσα περί του αντιθέτου προσδοκία, επιταχύνθηκε στη διάρκεια της τελευταίας διετίας, με τις προοδευτικές δυνάμεις στο πηδάλιο της χώρας. Με την αξίωση των μηδενικών ελλειμμάτων, «εξυγιαίνεται» το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, με αναπόφευκτο αντίτιμο την πτώχευση της οικονομίας. Με την εμμονική και εντεινόμενη πολιτική λιτότητος, περικόπτονται χωρίς τέλος οι δημόσιες δαπάνες και τα εισοδήματα, μισθοί και συντάξεις, με αυτονόητη συνέπεια την προϊούσα νέκρωση της εσωτερικής αγοράς. Στις περικοπές εισοδημάτων και δαπανών προστίθεται η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και η υπερφορολόγηση όλων ανεξαιρέτως των συντελεστών της οικονομίας, τόσο των επιχειρηματιών όσο και των εργαζομένων και συνταξιούχων. Ακολουθώντας τον δρόμο των προκάτοχων της, η σημερινή κυβέρνηση ορίζει και επιδιώκει δημοσιονομικούς στόχους εις βάρος της οικονομίας και με μοιραίο αντίτιμο τον κλινικό της θάνατο.
Η ελληνική «ιδιαιτερότητα» φαίνεται ότι δεν συνδέει τη χώρα μας με τις ομοιοπαθής υπερχρεωμένες του Ευρωπαϊκού Νότου, αλλά αντίθετα την απομακρύνει από αυτές. Ενώ οι Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία διεκδικούν αύξηση της δημοσίας δαπάνης και των δημοσίων ελλειμμάτων με στόχο τη σταθεροποίηση της οικονομίας τους, η χώρα μας διεκδικεί εγκώμια από τους δανειστές της για την συνεπή απορρόφηση των ελλειμμάτων και την πραγματοποίηση πρωτογενούς πλεονάσματος, ακόμη και αν εξ αυτού η οικονομία παραδίδει την τελευταία της ικμάδα. Η ρευστότητα του δημοσίου και των τραπεζών εξασφαλίζεται εις βάρος της ρευστότητος της οικονομίας. Πόσο σοβαρή είναι η προσδοκία ανάκαμψης, όταν η οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη σε συνθήκες ασταμάτητα συρρικνούμενης αγοράς αφενός και χρηματοπιστωτικής ασφυξίας αφετέρου;
Στη διάρκεια του τελευταίου 18μηνου, η συνολική ρευστότητα της οικονομίας περικόπηκε ταχύτερα από ο,τι το ΑΕΠ: η προσφορά χρήματος και πιστώσεων προς την οικονομία μειώθηκε σωρευτικά κατά 20%, ενώ το ΑΕΠ κυμάνθηκε σε ρυθμούς μέχρι -3%. Αυτό σημαίνει ότι στην καθοδική πορεία αμφότερων η συρρίκνωση της ρευστότητος προηγείται, συμπαρασύρει την πτώση του ΑΕΠ και την εκτίναξη της μαζικής ανεργίας. Ουσιαστικά, ο έλεγχος της ρευστότητος χρησιμοποιείται ως πολιτική επιλογή για την καθήλωση της οικονομίας σε όλο και χαμηλότερα επίπεδα λειτουργίας. Το ότι τον τελευταίο καιρό τα «κόκκινα δάνεια» πολλαπλασιάζονται δεν είναι αιτία, αλλά αυτονόητη συνέπεια της προϊούσας αδρανοποίησης της οικονομίας. Η κατάρρευση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων δεν είναι αποκλειστικό πρόβλημα των κακοπληρωτών και των ανέντιμων διαχειριστών, αλλά απορρέει πρωτίστως από το μακροοικονομικό αδιέξοδο στο οποίο η κυβέρνηση διατηρεί την οικονομία και του οποίου θύματα αποβαίνουν όλοι, ακόμη και οι έντιμοι και συνεπείς διαχειριστές. Μπορεί οι νεοφιλελεύθερες φαντασιώσεις να χρησιμοποιούν την κατάρρευση της οικονομίας ως «θεραπευτική αγωγή» για την υποθετική «εξυγίανση» της. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση, οι πολλαπλασιαζόμενες αρνητικές επιδόσεις δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως θετικές ενδείξεις για οποιαδήποτε ανάκαμψη.
Ομοίως, κυβερνητικοί κύκλοι κατακεραυνώνουν τον διαπλεκόμενο «κρατικοδίαιτο» και «τραπεζοδίαιτο» ελληνικό καπιταλισμό. Ωστόσο, σε ποια χώρα του προωθημένου καπιταλισμού, το κράτος δεν προστατεύει τους «εκλεκτούς» του, μεγάλες επιχειρήσεις και τράπεζες; Η γερμανική κυβέρνηση δεν κήδεται λιγότερο για τους «εκλεκτούς» της από ο,τι οι ελληνικές κυβερνήσεις του παρελθόντος για τους δικούς τους. Και πάντως, εάν με την συνεχή περικοπή της ρευστότητος η κυβέρνηση φαντάζεται ότι πλήττει τους «κρατικοδίαιτους», «παράπλευρη συνέπεια» της επιλογής της είναι ότι πλήττεται καίρια το σύνολο της οικονομίας, ακόμη και αυτοί που δεν χρωστούν τίποτα και σε καμιά κρατική εύνοια. Η αναγκαία εξυγίανση της οικονομίας δεν διασφαλίζεται με συρρικνωτικές μακροοικονομικές επιλογές που την καταποντίζουν, αλλά απαιτεί και επιβάλλει συγκεκριμένες και στοχευμένες κατά περίπτωση παρεμβάσεις και με τη μερίμνα να μη θίγεται η δυναμική του συνόλου της οικονομίας. Προϋπόθεση για οποιαδήποτε μεταρρύθμιση και εξυγίανση είναι η οικονομία να παραμένει σε κίνηση και ικανότητα προσαρμογής και όχι να εξωθείται εκ των άνω στην αδράνεια.
Όταν η νεοφιλελεύθερη συνταγή βυθίζει σήμερα ολόκληρη την Ευρώπη στην ύφεση, όταν το ΔΝΤ παραδέχεται την αποτυχία της ελληνικής συνταγής, πόσο αξιόπιστη μπορεί να είναι μια προοδευτική κυβέρνηση που επαγγέλλεται την ανάκαμψη, αλλά στην πραξη παραμένει στις επιλογές που οδηγούν στο εκ διαμέτρου αντίθετο αποτέλεσμα; Όταν οι κυβερνήσεις αλλάζουν, αλλά η ακολουθούμενη πολιτική παραμένει, πόσο συνετό είναι να αναμένονται διαφορετικά αποτελέσματα; Ατυχώς για όλους μας, κυβερνώντες και κυβερνώμενους, η ιστορία δε γράφεται με λόγια, αλλά με έργα.
Το άρθρο δημοσιεύεται στο www.huffingtonpost.gr υπό τον τίτλο
*Ο Κώστας Β. Βεργόπουλος γεννήθηκε το 1942 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στη Σορβόννη. Διδάκτωρ οικονομικών επιστημών (Doctorat d’ Etat) του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Επισκέπτης καθηγητής σε Πανεπιστήμια της Βόρειας και Νότιας Αμερικής. Διεθνής εμπειρογνώμων στα Ηνωμένα Έθνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί και διδάσκονται σε δέκα γλώσσες.
Έργα του ιδίου:”Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα” (Εξάντας, 1975).”Ο Δύσμορφος Καπιταλισμός” (σε συνεργασία με τον Samir Amin, Παπαζήσης, 1975). “Κράτος και Οικονομική Πολιτική” στον 19ο Αιώνα (Εξάντας,1978). “Εθνισμός και Οικονομική Ανάπτυξη” (Εξάντας, 1979). “Η Ελλάδα σε εξέλιξη” (διεύθυνση, Εξάντας, 1985). “Οι Νέες Τεχνολογίες στην Ευρωπαϊκή Οικονομία Τροφίμων” (Βρυξέλλες, 1986). “Η Απο-ανάπτυξη σήμερα” (Εξάντας, 1987).
Εκδόσεις των έργων του κυκλοφορούν επίσης στα γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ιταλικά, ολλανδικά, κινέζικα.