του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ*
Οι περισσότεροι παρατηρητές της σύγχρονης γερμανικής σκηνής επισημαίνουν ότι μετά την ενοποίηση της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας άλλαξε ο τόνος της γερμανικής πολιτικής κουλτούρας. Άρχισαν να εμφανίζονται εκ νέου προβληματισμοί και θέματα που είχαν ξεχασθεί μετά τις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την ήττα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κυρίως επανήλθαν στο προσκήνιο οι συζητήσεις που είχαν αναπτυχθεί την περίοδο της δεκαετίας του 1920 το κύριο περιεχόμενο των οποίων ήταν προσανατολισμένο στις γερμανικές εθνικοεπαναστατικές παραδόσεις. Βεβαίως , σήμερα τουλάχιστον, το γερμανικό ζήτημα φαίνεται να μην συνδέεται τόσο με τα παραδοσιακά θέματα της Machtpolitik και της Realpolitik, τα οποία έχουν βρει μια λύση(;) με την ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης. Συνδέεται κατά πρώτο και κύριο με τη γερμανική ταυτότητα. Προκρίνεται η συζήτηση σε πολιτιστικό επίπεδο.
Όμως πριν αναφερθούμε σε αυτά τα ζητήματα θεωρούμε σκόπιμο να πούμε δύο λόγια για τον τρόπο που οι Γερμανοί, ιστορικά, αντιλαμβάνονται τη Realpolitik. Η αναφορά δεν είναι τυχαία όπως θεωρούμε ότι θα δειχθεί στη συνέχεια.
Στη ρίζα της Realpolitik βρισκόταν ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής εθνικής ιδεολογίας που μπορεί να συνοψισθεί στα εξής: « Ό,τι κι αν λένε οι άλλοι, η μόνη ρεαλιστική θέση είναι ότι η πολιτική βασίζεται στην αχαλίνωτη χρήση βίας. Πιο συγκεκριμένα, η διεθνής πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Διότι παρά τις ωραίες λέξεις που μπορεί να μεταχειρίζονται οι ξένοι πολιτικοί ηγέτες, την κρίσιμη ώρα βασίζονται κι αυτοί στην ισχύ τους, για να πραγματοποιήσουν τους πολιτικούς τους σκοπούς. Και τη χρησιμοποιούν δίχως αναστολές, όπως κι οι Γερμανοί. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι Γερμανοί είναι πιο ειλικρινείς» (Νόρμπερτ Ελίας, Ναζισμός και Γερμανικός Χαρακτήρας).
Η παραπάνω άποψη βρίσκεται πολύ κοντά στην ιστορική πραγματικότητα. Εκεί όμως που χρειάζεται να σταθούμε είναι η λέξη «ειλικρινείς». Ενώ η εθνική πίστη των Γερμανών στη Realpolitik συνδεόταν με την πίστη τους στον πόλεμο και στη χρήση της ένοπλης ισχύος ως έσχατο μέσο για την επίλυση συγκρούσεων μεταξύ των εθνών και έδειχναν ιδιαίτερη ευαισθησία στο ρόλο που έπαιζε η φυσική βία δεν έδειχναν ανάλογη ευαισθησία για τους περιορισμούς στην άσκηση της υπέρτερης ισχύος την οποία συνεχώς υπερτιμούσαν ως προς την μακροχρόνια αποτελεσματικότητά της, πιστεύοντας ότι πάντοτε θα λειτουργούσε υπέρ τους. Αυτή τη μονομέρεια των αντιλήψεών τους την ονόμαζαν ειλικρίνεια.
Αρνούνταν κατηγορηματικά να «ντύσουν» την ωμή βία με την λεγόμενη «μαλακή ισχύ» ώστε να παραχθεί η ισχύς με τη σύγχρονη έννοια κάτι που , κυρίως οι Αγγλοσάξονες, αλλά και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη το έχουν αναγάγει σε υπέρτατη τέχνη. Η απουσία «μαλακής ισχύος» σε συνδυασμό με την άτεγκτη προτεσταντική ηθική τους στην ουσία μετέτρεπε την γερμανική Realpolitik σε ένα επικίνδυνο μίγμα κυνικού ρομαντισμού και άτεγκτης πορείας προς το πεπρωμένο.
Ας επανέλθουμε τώρα στα ζητήματα που ανέκυψαν μετά την ενοποίηση και αφορούν στην εκ νέου αναζήτηση της γερμανικής ταυτότητας. Μια συζήτηση που αποτελούσε ταμπού κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου. Η συζήτηση γίνεται στη βάση της ιστορικής ιδιαιτερότητας της Γερμανικής κοινωνίας και επιδιώκεται να δειχθεί ότι αυτή η ιδιαιτερότητα ισχύει μέχρι και σήμερα. Η πολιτιστική στροφή που έχει επισυμβεί στην Γερμανία προκαλεί αναπόφευκτη διάζευξη με την, μέχρι την ενοποίηση, πολιτική πρακτική, προαναγγέλλοντας μια διαφορετική πολιτική αντίληψη στις γερμανικές ελίτ. Οι συζητήσεις για την γερμανική ταυτότητα μοιραία λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο στο οποίο τον πρώτο ρόλο έχουν παλαιές ιδέες που αποπνέουν συντηρητισμό και αντιδραστικό εθνικισμό. Ιδέες που , παρακάμπτοντας εντέχνως την περίοδο του Ναζισμού, θέλουν να ξαναγυρίσουν στις ιερές παραδόσεις της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (τις οποίες κατέστρεψαν οι Ναζί ως μικροαστοί).Η συντηρητική αυτή αντίληψη έχει απλώσει την επιρροή της σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
Παράλληλα ο γερμανικός εθνικιστικός ιδεαλισμός στηρίζει την αποτελεσματικότητα της οικονομίας αλλά και στηρίζεται από αυτή. Στηρίζει την υπέρμετρη «ωμή βία» με την οποία επιβάλλουν ,εκεί που μπορούν, την οικονομική τους λογική, η οποία συνάδει με μερκαντιλιστκά πρότυπα (το εθνικό οικονομικό συμφέρον είναι πρώτιστο) και με τη σειρά της στηρίζεται στη δύναμη που παρέχει η οικονομική ισχύς.
Ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Wolfgang Schauble αποτελεί την επιτομή αυτών των αντιλήψεων. Ενώ η προηγούμενη γενιά πολιτικών ηγετών καθόρισε απόλυτα την εξωτερική πολιτική της με βάση το στόχο της πλήρους ενσωμάτωσης της Γερμανίας στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, μια νέα γενιά , αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι ο Wolfgang Schauble , δεν κάνουν καμία προσπάθεια να κρύψουν τη θεμελιώδη και απόλυτη πίστη τους στις αξίες του γερμανικού εθνικισμού.
*Ο Κώστας Ι. Μελάς είναι διδάκτορας (Ph.D) του τμήματος Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στα Διεθνή Νομισματικά. Τίτλος της Διδακτορικής Διατριβής: “Συναλλαγματικές Εξελίξεις στην Ελλάδα 1974-1985”. Κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου (M.Sc.) του Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης του ιδίου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στο Διεθνές και Διαπεριφερειακό Εμπόριο. Τίτλος της Μεταπτυχιακής Διατριβής: “Θεωρίες Διεθνούς και Διαπεριφερειακού Εμπορίου”. Πτυχιούχος της Σχολής Οικονομίας και Εμπορίου του Πανεπιστημίου Φλωρεντίας (Ιταλίας), με ειδίκευση στην Αγροτική Οικονομική Ανάπτυξη. Τίτλος Πτυχιακής Διατριβής: “Vicende e condizioni dell’ agricoltura greca”. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο από το 1990. Έχει διδάξει στο Τμήμα Πολιτικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου τα μαθήματα “Μακροοικονομία” και “Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις” (1990-1993). Επίσης έχει διδάξει στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά τα μαθήματα “Νομισματική Θεωρία και Πολιτική”, “Θεωρία Οικονομικής Πολιτικής”, “Παγκοσμιοποίηση και Διεθνής Ανταγωνισμός” και “Ειδικά Θέματα Μακροοικονομίας” (1997-2009). Επίσης διδάσκει στο Μεταπτυχιακό του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου τα μαθήματα “Παγκοσμιοποίηση της Οικονομίας” και “Διεθνής Χρηματοοικονομική” (2001-σήμερα). Εργάσθηκε ως Σύμβουλος Διοίκησης της Εμπορικής Τραπέζης. Την περίοδο 1996-2005 διετέλεσε Διευθυντής του Επιμορφωτικού Τραπεζικού Ινστιτούτου της ίδιας τράπεζας, διδάσκοντας παράλληλα τα μαθήματα: “Διεθνής Τραπεζική”, “Τραπεζική Χρηματοοικονομική Διοικητική” και “Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις”. Έχει διδάξει επίσης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του University at Urbana, Derivates και Bank Management. Είναι Πρόεδρος του Ομίλου Πολιτικού και Οικονομικού Προβληματισμού. Έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό ερευνητικών εργασιών και άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά και σε πρακτικά συνεδρίων, ενώ έχει επιμεληθεί μεγάλο αριθμό βιβλίων.