του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ*
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, οι ανεκπλήρωτες οφειλές ιδιωτών είτε έναντι των τραπεζών είτε έναντι του δημοσίου δεν παύουν να αυξάνονται. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υπερβαίνουν ήδη τα 95 δισεκατομμύρια, αλλά και οι ανεκπλήρωτες οφειλές προς το δημόσιο το ανάλογο συνολικό ποσό. Παράλληλα οι ανεξόφλητες οφειλές του δημοσίου προς τους ιδιώτες δεν παύουν επίσης να διογκώνονται και αυτο παρ’ολο που το κράτος συνεχίζει να αποσπά πλεονάσματα από την οικονομία και παρ’ολο που ως «επιτυχία» εμφανίζεται η εισροή 1,8 δισ. από το τρίτο Μνημόνιο προς τακτοποίηση αυτών ακριβώς των οφειλών. Άμεσο και απλό συμπέρασμα είναι ότι επί του παρόντος το σύνολο των βασικών συντελεστών της ελληνικής οικονομίας – επιχειρήσεις, τράπεζες, δημόσιο, εργαζόμενοι – βυθίζονται σήμερα σε κατάσταση υπερχρέωσης, δεν είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους, αλλά επίσης και οχι λιγότερο ότι τα εισοδηματα τους έχουν τοσο αποσταθεροποιηθεί και συρρικνωθεί, ώστε κάθε αναγκαία οικονομική επανενεργοποίηση τους παραμένει μετέωρη και ανολοκλήρωτη. Η διαιώνιση της υφεσιακής πολιτικής, για την οποία η σημερινή κυβέρνηση διεκδικεί επιβράβευση, δεν επισπεύδει την απαιτούμενη ανάκαμψη, αλλά αντίθετα την μεταθέτει στο απώτερο και αβέβαιο μέλλον, καθιστώντας την όλο και πιο ανέφικτη.
Κάποιοι περιορίζουν τη σημασία της σημερινής οικονομικής αδρανοποίησης στη χώρα μας αποδίδοντάς την στο παραδοσιακό «δαιμόνιο» φοροδιαφυγής και φοροπαοφυγής του Νεοέλληνα. Όμως, στην περίπτωσή μας δεν πρόκειται για την «επιτηδειότητα» ορισμένων να απεκδύονται των υποχρεώσεων τους, αλλά για την αντιπαραγωγική μακροοικονομική διαχείριση της οικονομίας, με συνέπεια τη συνολική αποτυχία της. Ακόμη και εάν οι στόχοι του δημοσίου επιτυγχάνονται, αυτό γίνεται εφικτό μέσω περαιτέρω αποδυνάμωση της οικονομίας.
Κάποιοι άλλοι για να την εξηγήσουν καταφεύγουν στο αξίωμα της υπερφορολόγησης: «οι υπερβολικοί φόροι κατστρέφουν την εισπρακτική ικανότητα του κράτους». Ωστόσο, στη σημερινή αδυναμία ικανοποίησης των υποχρεώσεών τους βυθίζονται όχι μόνον οι ασυνεπείς φορολογούμενοι και δανειολήπτες, αλλά εξ ίσου και όχι λιγότερο οι συνεπείς και ευσυνείδητοι. Η αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων αφορά στο σύνολο της οικονομίας, όπως επίσης και όχι λιγότερο στο ίδιο το δημόσιο, το οποίο έτσι αυτοαδρανοποιείται, ασκώντας με τη σειρά του αρνητική επίδραση στη συνολική οικονομία. Παράλληλα με την υπερφορολόγηση μπορεί να μειώνεται η εισπρακτική ικανότητα του κράτους, όμως το δημοσιονομικό πλεόνασμα που έτσι εξασφαλίζεται δεν είναι υποθετικό, αλλά αληθινό και αιματηρό. Όσο αυτό αυξάνεται τόσο εξαιτίας του η οικονομία καταβυθίζεται. Με τις συνεχείς αφαιμάξεις ρευστότητος από την οικονομία, το κράτος την καθηλώνει σε όλο και βαθύτερη ύφεση συμμορφούμενο με τις αξιώσεις των δανειστών και με αναπόφευκτο τίμημα τη συνεχή πτώση του επιπέδου λειτουργίας της, τη συρρίκνωση τιυ εθνικού εισοδήματος, όπως φυσικά και όλων των επιμέρους εισοδημάτων που το συγκροτού και συνπεώς την αντίστοιχη εξασθένιση κάθε ικανότητας εξυπηρέτησης παντός είδους οφειλών. Στην περιπτωση μας, το πιο σοβαρό πρόβλημα δεν είναι τόσο η υπερφορολόγηση, όσο κυρίως η κυβερνητική εμμονή στην απόσπαση υψηλών, δυσβάστακτων και αντιπαραγωγικών δημοσιονομικών πλεονασμάτων.
Τα μη εξυπηρετούμενα «κόκκινα» δάνεια δεν ήσαν εξ αρχής «κόκκινα», αλλά «κοκκίνισαν» στη συνέχεια λόγω των αντιπαραγωγικών κυβερνητικών οικονομικών επιλογών, που επιδεινώνουν το λόγο μεταξύ χρεών και εισοδημάτων, επισπεύδοντας την κατάρρευση της οικονομίας. Το αυτό ισχύει και για τις φορολογικές υποχρεώσεις: όταν τα εισοδήματα δραστικά πλήττονται λόγω της υφεσιακής καθίζησης της οικονομίας, τότε οι υποχρεώσεις κάθε είδους, είτε έναντι των τραπεζών είτε έναντι του δημοσίου, αποβαίνουν μοιραία και ακαταμάχητα δυσεκπλήρωτες.
Στη διάρκεια της πρόσφατης 7ετιας 2010-2016, το εθνικό εισόδημα της χώρας μειώθηκε σωρευτικά κατά 27,6%, όχι βέβαια τόσο λόγω της υπερχρέωσης της έναντι του εξωτερικού, αλλά κυρίως λόγω του εγκλωβισμού της χώρας στα τρία διαδοχικά μνημόνια, που υποτίθεται ότι εσκόπευαν να τη θωρακίσουν έναντι της ενδεχόμενης χρεοκοπίας. Ωστόσο, αυτή η επιλογή αποδείχθηκε ήδη απρόσφορη και ανεπιτυχής, αφού, αντί να βελτιώνει την ικανότητα αποπληρωμής των χρεών είτε στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό, την επιδεινώνει δίχως τελειωμό. Η αιφνίδια περιστολή του εθνικού εισοδήματος ήταν αρκετή για να για να αθετούνται κάθε είδους δεσμεύσεις και υποχρεώσεις είτε προς το κράτος είτε προς τις τράπεζες. Σε αυτό το διάστημα, τα ειδοσήματα δεν έπαψαν να αποτελούν προνομοιακό στόχο όλων των κυβερνήσεων, με συνέπεια την ακαταμάχητη κατάρρευση της εσωτερικής αγοράς και κάθε οικονομικής κίνησης στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς από την άλλη να βελτιώνεται ούτε κατά ελάχιστον η θέση της στο ζήτημα του εξωτερικού χρέους της. Απλώς, οι πληρωμές του δημόσιου χρέους έχουν μετατεθεί στο μέλλον, ενώ η οφειλέτρια χώρα έχει εγκλωβισθεί σε καθεστώς διαωνιζόμενης οικονομικής ασφυξίας.
Πόσο ρεαλιστική είναι σήμερα η προσδοκία άμεσης ανάκαμψής της, ενόσω, το καθεστώς ασφυξίας διατηρείται και μάλιστα εντείνεται, αφού η ρευστότητα της συρρικνώνεται εκ των άνω ταχύτερα από ό,τι το εθνικό εισόδημα;
Τις «αντιπαραγωγικές» επιπτώσεις των Μνημονίων έχει ήδη επισημάνει το ίδιο το ΔΝΤ με την έκθεση του Διευθυντή Μελετών του Ολιβιέ Μπλανσάρ από το 2013. Δεν αυξήθηκε μόνον η ανεργία σε βαθμό « ανεπιθύμητο », κατά τουλάχιστον 500. 000 άτομα και 10 εκατοστιαίες μονάδες περισσότερο από ο,τι αναμενόταν, αλλά συρρικνώνονται ακατάπαυστα τα εισοδήματα, ώστε η οικονομία να άγεται εκ των άνω σε προϊούσα απονέκρωση. Οι αυτές διαπιστώσεις επαναλήφθηκαν πρόσφατα με τον πιο επίσημο και αδιαμφισβήτητο τρόπο από την Ανεξάρτητη Αρχή Αξιολόγησης που εσύστησε το ίδιο το ΔΝΤ και παρουσίασε στην έδρα του η διευθύντρια του Κριστίν Λαγκάρντ. Από το σύνολο των υπερχρεωμώνων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρος, Ελλάδα), μόνον η χώρα μας παραμένει ακόμη στην εντατική και χωρίς προοπτική, αφού μόνον σε αυτήν εφαρμόσθηκε τόσο δραστική και άμεση περικοπή εισοδημάτων, η οποία και μέχρι σήμερα συνεχίζεται. Εάν η κυβέρνηση βρισκόταν σε αδυναμία να μεταβάλει το μείγμα της μνημονιακής πολιτικής που της επιβλήθηκε, θα μπορούσε τουλάχιστον να το καταγγείλει, επικαλούμενη υπ΄ρρ αυτής την πραγματογνωμοσύνη του ΔΝΤ. Αντ’αυτού, μέχρι σήμερα η ίδια αφήνει ανεκμετάλλευτη την αυτοκριτική τοποθέτηση της Ουάσιγκτoν και μάλιστα αξιώνει την αποβολή του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα. Ακόμη και αν, όπως σχεδιάζεται, οι μη εξυπηρετούμενες οφειλές παραδοθούν στα διεθνή κερδοσκοπικά ταμεία, ακόμη και αν οι τράπεζες απαλλαγούν από αυτές και συγχωρηθούν από το δημόσιο, είναι μοιραίο νέες ανεκπλήρωτες οφειλές να προκύπτουν όλο και περισσότερο, ενόσω η οικονομία συντηρείται σε κατάσταση νεκροφάνειας. Το γενικευμένο αδιέξοδο θα συνεχίζεται και θα επιδεινώνεται, ενόσω οι τράπεζες και το κράτος επιδιώκουν την εξασφάλιση τους με τίμημα την αποσταθεροποίηση της οικονομίας.
Αυτό επιβάλλεται για την διασφάλιση συνοχής κάθε νομισματικής περιοχής στην υφήλιο και ενόσω αυτό δεν εξασφαλίζεται στην Ευρωζώνη, το αδιέξοδο θα εντείνεται σε συνδυασμό με την ενίσχυση των πιο ακραίων, διαλυτικών, κοινωνικά άδικων και οικονομικά αντιπραγωγικών επιλογών. Όταν η απευθείας χρηματοδότηση ιδιωτικών ΜΚΟ, με παράκαμψη των κρατών, είναι εφικτή, γιατί άραγε να μην είναι εξ ίσου εφικτή και η απευθείας χρηματοδότηση των οικονομιών, χωρίς επιβάρυνση των αντίστοιχων κρατών, για την αναγκαία και συνοχή του ευρωπαϊκού συνόλου;
Στην προαναγγελλόμενη για τις 9 Σεπτεμβρίου Σύνοδο Κόρυφής των 6 χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας και με την συμμετοχή της Γαλλίας, άραγε η συγκαλούσα ελληνική πλευρά διαθέτει κάποιο σχέδιο και εξειδικευμένες προτάσεις για την άμεση καταπολέμηση της ύφεσης και της ανεργίας ή μηπως φαντάζεται ότι αυτές θα προκύψουν από μόνες τους;
II