Τα ερωτήματα που τέθηκαν προεκλογικά -πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά- παραμένουν όχι μόνο αναπάντητα αλλά και περισσότερο κρίσιμα, μιας και οι απαντήσεις έχουν πια το μειονέκτημα να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, αν όχι με εχθρότητα, από την ελληνική κοινωνία. Του Γιώργου Παπασίμου, www.gpapasimos.gr, www.facebook.com/gpapasimos, Twitter: @PapasimosG
Ο εναλλακτικός οικονομικός δρόμος «έπαιξε» επί Σαμαρά, ισχυροποιήθηκε όμως και έφτασε στο απόγειό του, με τη σχεδόν «ολική» του αποδοχή επί ΣΥΡΙΖΑ και Αλέξη Τσίπρα.
Και στις δύο περιπτώσεις, έστω κι αν το «μίγμα», όπως έλεγε και ο συντηρητικός πρωθυπουργός, ήταν διαφορετικό, υπήρξε μια κοινή συνισταμένη, μια κοινή παραδοχή: ο δρόμος των μνημονίων ήταν αντιαναπτυξιακός, μηδένιζε τις όποιες δυνατότητες ανασύνταξης, φτωχοποιούσε ευρύτερες κοινωνικές μάζες, δεν εκμεταλλευόταν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, έβλεπε την οικονομία ως χρέος, ξεπουλούσε την κρατική περιουσία, υποθήκευε το μέλλον της χώρας.
Η στροφή των δύο κομμάτων, ιδίως εκείνου της Αριστεράς, δημιούργησε, πέραν των άλλων, μια καταθλιπτική, αρνητική στάση σε οποιαδήποτε νέα αναφορά σε μια εναλλακτική οικονομική πολιτική. Η διάψευση των ελπίδων είναι που έχει οδηγήσει στην πλήρη απαξίωση της πολιτικής και έχει απομακρύνει από την ενεργό δράση σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινής γνώμης.
Το σενάριο καταφυγής στη δραχμή «έπαιξε» πρόχειρα προεκλογικά, στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε ως φόβητρο από την «αντίπερα όχθη», αναγκάζοντας ακόμη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που το πίστευαν, να «ανακρούσουν πρύμναν» (έστω κι αν αποδείχθηκε πως δεν υπήρχε ουσιαστική μελέτη, ανάλυση σε βάθος μιας τέτοιας προοπτικής).
΄Αρα, το πρόβλημα που καλείται να λύσει μια νέα πολιτική δύναμη, που θα αναζητήσει ένα εναλλακτικό οικονομικό δρόμο απέναντι στη μνημονιακή καταστροφική επιμονή, θα είναι διπλό: θα πρέπει να έχει στοιχεία ρεαλισμού, να δίνει προοπτική ανάπτυξης, με αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας, αλλά και να πείθει την πλειονότητα των Ελλήνων κατορθώνοντας να καθυποτάξει την τεράστια και δικαιολογημένη καχυποψία..
Πώς θα μπορούσε να ανακάμψει οικονομικά η χώρα; Και, τελικά, υπάρχει άλλος δρόμος πέραν αυτού των μνημονίων και της αβάσταχτης αιματηρής λιτότητας;
Ασφαλώς και η εναλλακτική λύση οφείλει να είναι ορθολογική, ρεαλιστική και επιστημονικά τεκμηριωμένη, ιδίως μετά την αποτυχία της «πρώτης Αριστερής κυβέρνησης». Παράλληλα, αυτή η νέα πρόταση διεξόδου θα πρέπει να παίρνει σοβαρά υπόψη της δύο παράγοντες. Πρώτον, τη δέσμευση της χώρας από τα μνημόνια, δηλαδή τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό κλίμα, με τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις να έχουν επιβάλλει τη στρατηγική τους.
Δεύτερον, πως στη σημερινή σύνθετη οικονομική πραγματικότητα μόνο αληθινά «εναλλακτικές οικονομικές μορφές» θα μπορούσαν να αποδώσουν, αλλάζοντας σταδιακά τις δομές της ελληνικής οικονομία ς και δημιουργώντας μια νέα κουλτούρα ανάπτυξης.
Η «κοινωνική οικονομία» αποτελεί ένα νέο τρόπο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης ή και υποκατάστασης του κράτους, αλλά και απαντά στο μοντέλο που προβάλλει την κερδοσκοπική επιχειρηματικότητα ως μονόδρομο.
Την ίδια ώρα, μια «οικονομία κλίμακας» (μείωση του κόστους με αύξηση της παραγωγής προϊόντων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, σε συνδυασμό με προσανατολισμό προς τομείς που ευνοούνται από το ελληνικό φυσικό περιβάλλον και τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και υπαίθρου) στη βάση ενός μακροχρόνιου πλάνου, θα μπορούσε να αποδειχθεί επωφελής για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και ουσιαστική ανάσα για το ελληνικό κράτος.
Από το να εμμένεις σε λαϊκίστικες κορώνες, να καταφεύγεις στην εύκολη εκλογολογία και στην πλήρη άρνηση της σημερινής δυσμενούς πραγματικότητας της υποταγής και να αναγκάζεσαι να απαντήσεις σε ένα πολυσύνθετο πρόβλημα με ένα «ναι» ή ένα «όχι», είναι πιο λογικό να αναλύσεις, να καταγράψεις, να σχεδιάσεις, να χαράξεις μια στρατηγική ανάπτυξης που να βλέπει σε βάθος χρόνου και που να «πατάει» επάνω στις δυνατότητες της χώρας και τον ενυπάρχοντα πλούτο.
Η «τοπική» οικονομία θα μπορούσε να έχει τη δική της αυτονομία, που σημαίνει πως θα μπορούσε να αναπτυχθεί χωρίς να είναι απαραίτητη η απόφαση άμεσης ρήξης -και μάλιστα χωρίς προετοιμασία-, η ακόμη μεγαλύτερη δοκιμασία των ταπεινωμένων Ελλήνων με μη ορατά τα όποια θετικά αποτελέσματα.
Ο προσανατολισμός στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, πέρα από τον τουρισμό, τη ναυτιλία και την ενέργεια, θα μπορούσε να δώσει την αναγκαία ώθηση στην ελληνική οικονομία και να θέσει τα θεμέλια για μια μελλοντική οικονομία της αυτάρκειας.
Για να αναπτυχθεί ο πρωτογενής τομέας είναι απαραίτητος ο «συνεργατισμός». Το συνεταιριστικό πνεύμα αναπτύχθηκε στην Ελλάδα πολύ νωρίτερα από τις άλλες χώρες της Ευρώπης και αποτελεί εθνική λαϊκή παράδοση κι όχι ξενόφερτο, «φορετό» είδος.
Μάλιστα, οι πρώτες συνεργατικές μορφές εμφανίστηκαν, γύρω στο 18ο αιώνα, στη Θράκη, στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας, αναπτύχθηκαν μεταξύ των σφουγγαράδων της Αίγινας, των ναυτικών σε Ύδρα- Σπέτσες- Ψαρά κ.λπ.
Στον δευτερογενή τομέα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν βιοτεχνίες ποιοτικών τροφίμων για την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών και στη συνέχεια των ελλείψεων στο εξωτερικό. Να αξιοποιηθούν τα πανεπιστημιακά νοσοκομειακά ιδρύματα σε επίπεδο περιφέρειας, να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη καινοτόμων βιοτεχνικών προϊόντων κ.λπ.
Όλα, όμως, είναι και θέμα κοινωνικής συμμετοχής, ανάπτυξης νέων συλλογικοτήτων και σοβαρής ερευνητικής δουλειάς.