του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ*
Ο Ρωσο-τουρκικός πόλεμος 1828-1829, ξέσπασε μετά την Ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οκτωβρίου 1927) και την άρνηση του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ να δεχθεί τα τετελεσμένα, οδηγώντας σε γενική σύρραξη με την Ρωσία. Ο Σουλτάνος προχώρησε στο κλείσιμο των Δαρδανελίων για τα ρωσικά πλοία και ανακάλεσε τη Σύμβαση του Άκκερμαν (1826). Τον Ιούνιο του 1828 οι κύριες ρωσικές δυνάμεις με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Νικόλαο Α΄ διέσχισαν τον Δούναβη και προωθήθηκαν στην Δοβρουτσά. Στη συνέχεια οι Ρώσοι πολιόρκησαν τρεις βασικές ακροπόλεις το Σούμεν, τη Βάρνα και τη Σηλυμβρία με τη βοήθεια του στόλου της Μαύρης Θάλασσας.
Η πολιορκία του Σούμεν αποδείχθηκε πολύ πιο προβληματική, καθώς η ισχυρή τουρκική δύναμη 40.000 ανδρών ήταν υπέρτερη των ρωσικών δυνάμεων. Επιπλέον οι Τούρκοι πέτυχαν να περιορίσουν τους Ρώσους από τις προμήθειές τους. Η έλλειψη τροφίμων και η αύξηση των ασθενειών είχαν προκαλέσει περισσότερους θανάτους από ότι οι εχθροπραξίες και καθώς πλησίαζε ο χειμώνας ο ρωσικός στρατός αναγκάστηκε να αφήσει το Σούμεν και να οχυρωθεί στη Βεσσαραβία. Στις 7 Μαΐου 60.000 στρατιώτες διέσχισε το Δούναβη και ξαναπολιόρκησε την Σηλυμβρία. Μέσα σε μερικές εβδομάδες η Σηλυμβρία έπεσε στα χέρια των Ρώσων (19 Ιουνίου). Μέχρι τις 28 Αυγούστου ο ρωσικός στρατός είχε προσεγγίσει σε απόσταση 68 χιλιομέτρων την Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας πανικό στους δρόμους της πρωτεύουσας και διαπράττοντας μεγάλη λεηλασία και καταστροφές στην πορεία του. Ο Σουλτάνος δεν είχε άλλη επιλογή από το να διαμηνύσει για την ειρήνη, η οποία συνήφθη στη Αδριανούπολη στις 14 Σεπτεμβρίου 1829.
Η Συνθήκη της Αδριανούπολης έδωσε στη Ρωσία το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας και τις εκβολές του Δούναβη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε ρωσική κυριαρχία της Γεωργία και τμήματα της σημερινής Αρμενίας, ενώ στη Σερβία παραχωρήθηκε αυτονομία και η Ρωσία είχε τη δυνατότητα να καταλάβει τη Μολδαβία και Βλαχία (εγγυάται την ευημερία τους, και την πλήρη «ελευθερία του εμπορίου») μέχρις ότου η Τουρκία καταβάλει τις πολεμικές αποζημιώσεις. Η Μολδαβία και τη Βλαχία παρέμειναν υπό ρωσικό επικυριαρχία μέχρι το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου.
Μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και την καταστροφή του Αιγυπτιακού Στόλου , η Αίγυπτος του Μεχμέτ Αλή επιζητούσε απεγνωσμένα ανταλλάγματα για τη συμμετοχή του στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος. Η άρνηση όλων των εμπλεκομένων (Οθωμανών, Γάλλων, Άγγλων) να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε παραχώρηση οδήγησε τον Μεχμέτ Αλή να προχωρήσει στην κατάληψη της Συρίας. Βρίσκοντας μια ασήμαντη αφορμή ο αιγυπτιακός στρατός με επικεφαλή τον υιό του Μεχμέτ Αλή, Ιμπραήμ πασά, εισέβαλε στη Συρία και την κατέλαβε αφού νίκησε δύο φορές των οθωμανικό στρατό (Μάιος –Ιούλιος 1832). Η οθωμανική κυβέρνηση τον αποκήρυξε τότε, επισήμως, και τον χαρακτήρισε αποστάτη. Ο Μεχμέτ Αλή επεδίωξε την έναρξη διαπραγματεύσεων, αλλά όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε, κατηύθυνε τα στρατεύματά του προς την Ανατολία. Στις 27 Δεκεμβρίου 1832, οι οθωμανικές δυνάμεις κατατροπώθηκαν κοντά στο Ικόνιο.
Η ήττα αυτή άνοιξε, για τους Αιγύπτιους, το δρόμο προς την οθωμανική πρωτεύουσα. Ο Μεχμέτ Αλή καθυστερούσε στην προσπάθειά του να αρχίσει διαπραγματεύσεις. Οι Οθωμανοί , από την πλευρά τους, αναζητούσαν απελπισμένα ξένη βοήθεια εναντίον του. Η Βρετανία αρνήθηκε. Το ίδιο και η Αυστρία. Στην απελπισία του, ο σουλτάνος στράφηκε τώρα για βοήθεια στον παραδοσιακό εχθρό του, τον τσάρο. Οι Ρώσοι, που θεωρούσαν τον Μεχμέτ Αλή υποχείριο της γαλλικής κυβέρνησης (της Ιουλιανής μοναρχίας του Λουδοβίκου Φιλίππου) την οποία αντιπαθούσαν , θεώρησαν με τη σειρά τους πως είχαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια μεγάλη διπλωματική νίκη και πρόσφεραν στο σουλτάνο διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη.
Όταν οι δυνάμεις του Ιμπραήμ πασά, μετά το τέλος των διαπραγματεύσεων με την οθωμανική κυβέρνηση, άρχισαν να βαδίζουν εναντίον της Κωνσταντινούπολης , ρωσικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο Βόσπορο, στις 5 Απριλίου 1833. Αναχαίτισαν με επιτυχία όλες τις επιθέσεις του Ιμπραήμ και…η πρωτεύουσα σώθηκε. Οι Ρώσοι πέτυχαν τους διπλωματικούς τους στόχους με τη Συνθήκη του Χιουνκιάρ Ισκελεσί, που υπογράφτηκε τον Ιούλιο του 1833 και αποτέλεσε στην ουσία μια οκτάχρονη αμυντική συμμαχία ανάμεσα στη Ρωσία και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η συνθήκη θορύβησε την ΜΒ, από τη διαγραφόμενη απειλή ρωσικής διείσδυσης στη Μέση Ανατολή. Η καταπολέμηση του ρωσικού επεκτατισμού αποτέλεσε για τις επόμενες τρεις δεκαετίες ένα από τα καθοριστικά στοιχεία της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής.
Η μελέτη της ιστορίας βοηθά στην κατανόηση της διαχρονικής συμπεριφοράς των χωρών στο πεδίο των διεθνών σχέσεων όπου επικρατεί ο ρεαλισμός , η αυτοσυντήρηση, η επιβίωση και ο νόμος της ισχύος. Σε καμιά περίπτωση δεν προδιαγράφει τις μελλοντικές εξελίξεις. Η Ιστορία είναι ανοικτή. Από ένα είναι μπορούν να παραχθούν πολλαπλά δέοντα. Κανείς δεν γνωρίζει ποιο θα πραγματωθεί, διότι οι υπάρχουσες διαμεσολαβήσεις της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου είναι μοναδικές και δύσκολα προβλέψιμες.
*Ο Κώστας Ι. Μελάς είναι διδάκτορας (Ph.D) του τμήματος Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στα Διεθνή Νομισματικά. Τίτλος της Διδακτορικής Διατριβής: “Συναλλαγματικές Εξελίξεις στην Ελλάδα 1974-1985”. Κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου (M.Sc.) του Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης του ιδίου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στο Διεθνές και Διαπεριφερειακό Εμπόριο. Τίτλος της Μεταπτυχιακής Διατριβής: “Θεωρίες Διεθνούς και Διαπεριφερειακού Εμπορίου”. Πτυχιούχος της Σχολής Οικονομίας και Εμπορίου του Πανεπιστημίου Φλωρεντίας (Ιταλίας), με ειδίκευση στην Αγροτική Οικονομική Ανάπτυξη. Τίτλος Πτυχιακής Διατριβής: “Vicende e condizioni dell’ agricoltura greca”. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο από το 1990. Έχει διδάξει στο Τμήμα Πολιτικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου τα μαθήματα “Μακροοικονομία” και “Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις” (1990-1993). Επίσης έχει διδάξει στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά τα μαθήματα “Νομισματική Θεωρία και Πολιτική”, “Θεωρία Οικονομικής Πολιτικής”, “Παγκοσμιοποίηση και Διεθνής Ανταγωνισμός” και “Ειδικά Θέματα Μακροοικονομίας” (1997-2009). Επίσης διδάσκει στο Μεταπτυχιακό του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου τα μαθήματα “Παγκοσμιοποίηση της Οικονομίας” και “Διεθνής Χρηματοοικονομική” (2001-σήμερα). Εργάσθηκε ως Σύμβουλος Διοίκησης της Εμπορικής Τραπέζης. Την περίοδο 1996-2005 διετέλεσε Διευθυντής του Επιμορφωτικού Τραπεζικού Ινστιτούτου της ίδιας τράπεζας, διδάσκοντας παράλληλα τα μαθήματα: “Διεθνής Τραπεζική”, “Τραπεζική Χρηματοοικονομική Διοικητική” και “Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις”. Έχει διδάξει επίσης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του University at Urbana, Derivates και Bank Management. Είναι Πρόεδρος του Ομίλου Πολιτικού και Οικονομικού Προβληματισμού. Έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό ερευνητικών εργασιών και άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά και σε πρακτικά συνεδρίων, ενώ έχει επιμεληθεί μεγάλο αριθμό βιβλίων.