Του Γεωργίου Παπασίμου, Δικηγόρου (Site: http://www.gpapasimos.gr, Twitter: @PapasimosG)
Οι έρευνες αποτυπώνουν πια μια νέα, ομιχλώδη πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία η «κόπωση» του εκλογικού σώματος μεταφράζεται σε παθητικότητα και αποχή, μετά τις «εκκωφαντικές» κινητοποιήσεις που έμειναν στην «ιστορία» ως εκφράσεις δυσαρέσκειας των «αγανακτισμένων», τις τελευταίες δύο εκλογικές αναμετρήσεις, το δημοψήφισμα και τη συστημική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ.
Πραγματικότητα που «μεταφράζεται» σε μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς ακραίες εκδοχές, πλήρη απαξίωση του πολιτικού προσωπικού και των κομμάτων και «παραίτηση» από την πιθανότητα μιας νέας προοπτικής. Σε αυτήν, η Αριστερά δείχνει να επιβιώνει με… δεκανίκια, έχοντας υποστεί τεράστια πλήγματα αξιοπιστίας αλλά πάνω απ’ όλα ιδεολογικά πλήγματα.
Το κακό είναι πως πέρα από την πλειονότητα της κοινής γνώμης, υπάρχει και μια μερίδα πληθυσμού, αυτή που ψυχή τε και σώματι παραμένει υπό όλες τις συνθήκες στην προοδευτική πλευρά του πολιτικού χάρτη, και η οποία φαίνεται εγκλωβισμένη… στα συναισθήματά της ή σε μια ρητορική και πολιτική στάση που πολύ απέχει από την ενεργό συμμετοχή στη διαμόρφωση μιας νέας, ρεαλιστικής πολιτικής πλατφόρμας, με σαφή αριστερό προσανατολισμό.
Οι εγκλωβισμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, αλλά και την επωνομαζόμενη Κεντροαριστερά, αποτελούν τροχοπέδη για την όποια εναλλακτική προοπτική, για την «αληθινή» Αριστερά, αυτή που οφείλει και να επαναπροσδιοριστεί.
Το μεταπολιτευτικό σκηνικό έχει καταρρεύσει παταγωδώς και το σημερινό πλαίσιο «λειτουργίας» του πολιτικού συστήματος δεν επιτρέπει καμία απολύτως αισιοδοξία για την άρση των μνημονίων και την αναγέννηση της χώρας από τις στάχτες της.
Η πρώτη αξιολόγηση δεν κλείνει και η δεύτερη καθυστερεί, η συμφωνία με τους δανειστές για βιώσιμο χρέος απομακρύνεται για άλλη μια φορά, η ποσοτική χαλάρωση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έρχεται, όπως και η μείωση της απαίτησης για πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5%. Ο κύκλος της αβεβαιότητας παραμένει ανοιχτός, που σημαίνει πως η σύγχυση θα παραταθεί και η αδυναμία σχεδιασμού στην προοπτική της ανάπτυξης, μετά από 5 χρόνια πρωτοφανούς φτωχοποίησης της πλειονότητας των Ελλήνων, θα παραμείνει ως ένα κρίσιμο μέγεθος που δεν μπορεί να ανασχεθεί.
Την ίδια ώρα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα παρουσιάζει όλο και πιο έντονες ρωγμές, με ακροδεξιές επιλογές στον Βορρά, ανάδειξη «αριστερών» δυνάμεων στον Νότο, με μπλοκ χωρών στη Μεσόγειο κατά της λιτότητας, ή εθνικιστικών στην Ανατολή.
Παρά τις νέες απόψεις που αρχίζουν να εκφράζονται ακόμη και από ηγετικά κλιμάκια της Ε.Ε. (Γιούνκερ, Τουσκ, Ντράγκι) για μια νέα ευρωπαϊκή πορεία και την πιθανή εγκατάλειψη της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής που επιβάλλει το γερμανικό «ιερατείο» στις χώρες της Ευρώπης, και το δεδομένο της πλήρους αμφισβήτησης των κατεστημένων δυνάμεων και της πολιτικής της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς, οι αντιστάσεις για αλλαγή στάσης απέναντι στην Ελλάδα παραμένουν μεγάλες.
Μπορεί το ΔΝΤ για να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα να απαιτεί ένα βιώσιμο χρέος, η Γερμανία όμως, δια του Σόιμπλε, «εξαγοράζει» τη συγκατάθεσή του, προσφέροντάς του ως αντάλλαγμα ένα ακόμη πιο καθοριστικό ρόλο στις αξιολογήσεις της χώρας.
Η απροθυμία της Γερμανίας αναμένεται δε να αυξηθεί μετά τις εκλογές του 2017, με την είσοδο της Εναλλακτικής, και την ανασύνθεση προς το δυσμενέστερο για την Ελλάδα του κοινοβουλίου της.
Αν λάβει δε κάποιος υπόψη του και την έλλειψη οποιουδήποτε αναπτυξιακού σχεδιασμού ή δημιουργίας υποδομών για μια νέα πορεία αυτοδιάθεσης, αντιλαμβάνεται πως το ευρωπαϊκό περιβάλλον αλλά και η εσωτερική πραγματικότητα διαμορφώνουν ένα «βαρύ» κλίμα που στερεί τη χώρα από την πιθανότητα να ανακάμψει.
Η χώρα πάσχει από γάγγραινα και δεν έχει καν βρεθεί το φάρμακο που να μπορεί να αποτρέψει την επέκτασή της και τελικά να συμβάλλει στην ίασή της.
Η φθορά των πολιτικών κομμάτων, η έλλειψη αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, η αδιαφορία του κοινού και η έλλειψη εναλλακτικών λύσεων, με το 25,6%, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Κάπα Research, να συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης, αποτυπώνει με ακρίβεια την έλλειψη ενός άφθαρτου πολιτικού σχηματισμού που θα μπορούσε να απελευθερώσει τις κοινωνικές δυνάμεις σε μια νέα πορεία.
Ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, που θα έχει κόψει τις ρίζες που το συνδέουν με το μεταπολιτευτικό πολιτικό προσωπικό και την άσκηση της εξουσίας, θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα. Δεν είναι όμως μόνο τα πολιτικά στελέχη που θα το πλαισιώσουν, αλλά και οι κοινωνικές ομάδες που θα ενταχθούν σε αυτό, σε μια νέα αμφίδρομη σχέση, που να χαρακτηρίζεται από τη δημοκρατία, τη διαφάνεια και την ουσιαστική συμμετοχή.
Ο τρόπος οργάνωσης του νέου φορέα αποτελεί ένα τεράστιο στοίχημα, με την εμπειρία των αριστερών, κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, να αποτελούν κρίσιμα πεδία μελέτης, μιας και από αυτόν θα εξαρτηθεί η συμμετοχική δημοκρατία, η διαμόρφωση μιας συλλογικής συνείδησης και μνήμης. Η πλήρης και συνεχής ενημέρωση, η αυτοοργάνωση και η αυτοτέλεια των τοπικών και περιφερειακών οργανώσεων, οι ουσιαστικές διαδικασίες, θα πρέπει να μελετηθούν, όπως και η εμπειρία των κινημάτων των δρόμων, με την αναδρομή, χωρίς φόβο αλλά με πάθος, σε ιστορικά κείμενα που έχουν καταγράψει απόπειρες αμφισβήτησης κατεστημένων νοοτροπιών.
Το στοίχημα είναι πολλαπλό αλλά αξίζει τον κόπο, καθώς αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική λύση απέναντι σε μια εγκλωβισμένη χώρα, που αδυνατεί να δει φως στην άκρη του τούνελ της ανέχειας, κι ένα βαθιά συντηρητικό περίγυρο, τον οποίο συνδιαμορφώνουν πολιτικά κόμματα εξουσίας και άγνοια.