της ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ
Ο Έρνεστ Χέμινγουέι είχε πει κάποτε ότι τα μεγάλα μυθιστορήματα δεν θέλουν κόπο αλλά τρόπο. Ότι, ακόμη πιο σημαντικό και από το γράψιμο, η ιστορία που αφηγούνται είναι αυτή που θα τα κάνει αξέχαστα στον αναγνώστη. Μια τέτοια ιστορία έχτισε ο Στέφανος Δάνδολος στο καινούργιο του μυθιστόρημα, που έρχεται έπειτα από τέσσερα χρόνια σιωπής. Το «Όταν θα δεις τη θάλασσα» (εκδόσεις Ψυχογιός) θυμίζει τις ανυπέρβλητες οδύσσειες της καρδιάς που έζησαν ήρωες σαν τον Ρετ Μπάτλερ και την Σκάρλετ Ο Χάρα, φτιάχτηκε από τα ίδια υλικά που σκιαγράφησαν έρωτες για πάντα χαραγμένους στη μνήμη μας. Είναι ένα βιβλίο που αντανακλά το πάθος και τη δύναμη της ψυχής, το ατελείωτο ταξίδι προς τη λύτρωση της ευτυχίας, και είναι επίσης μια κοινωνική τοιχογραφία που ζωντανεύει την Ελλάδα των τελών του δεκάτου ενάτου αιώνα, μια χώρα ταραγμένη και εξίσου αντιφατική όσο και η σημερινή Ελλάδα.
Από την πρώτη κιόλας σελίδα του νέου μυθιστορήματος του Στέφανου Δάνδολου νιώθεις στο πετσί σου την αντάρα για την οποία θέλει να σου μιλήσει ο συγγραφέας. Νιώθεις τη μοναξιά του έρωτα, τον καημό που επωμίζεσαι όταν η καρδιά σου είναι γεμάτη αλλά η ζωή σού τα έφερε αλλιώς. Η Δωροθέα, μια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού, έχει μόλις επιστρέψει στο παραθαλάσσιο χωριό της από την κόλαση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και, πασχίζοντας να συνέλθει από την ασχήμια του κόσμου, μοιάζει στοιχειωμένη από τις μνήμες ενός παλιού καταδικασμένου έρωτα. Πλάι της ο Άλκης, ένας τρυφερός δάσκαλος που την αγαπάει από παιδί, και ένας αινιγματικός γέρος που βρέθηκε τραυματισμένος στην πλαγιά και αναρρώνει υπό τις φροντίδες της. Τρεις άνθρωποι σαν νησιά, που αποζητούν τη θάλασσα που θα τους ενώσει. Αυτή είναι η πρώτη ιστορία του βιβλίου. Η δεύτερη ιστορία, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα κεφάλαια της πρώτης, φωτίζει ένα άλλο μοιραίο τρίγωνο τριάντα χρόνια νωρίτερα, την εποχή του Τρικούπη. Η Μαργαρίτα, μια γυναίκα επίσης θαμμένη, αργοπεθαίνει σε έναν γάμο-φυλακή, κάτω από την σκιά του δεσποτικού συζύγου της, του Τόμας. Εκείνη Ελληνίδα, νέα, όμορφη. Αυτός το πρότυπο του παλαιού Βρετανού, ευπρεπής, προσηλωμένος στους κανόνες, ελάχιστα εκδηλωτικός. Ένας ισχυρός ηλικιωμένος διπλωμάτης που έχει έρθει στην Αθήνα προκειμένου να υποκινήσει τις πολιτικές εξελίξεις προς όφελος των ξένων δανειστών που θέλουν να πάρουν υπό την ομηρεία τους την ελληνική κυβέρνηση. Όταν ανάμεσα στην Μαργαρίτα και τον σύζυγό της θα εισβάλλει ο θυελλώδης Τσαρλς Φάραντεϊ, ένας άλλος Εγγλέζος, που σχεδιάζει την σιδηροδρομική γραμμή της Πελοποννήσου, τότε ανάβει το σπίρτο της τραγωδίας. Η Μαργαρίτα ερωτεύεται χωρίς όρια. Στο πρόσωπο του Φάραντεϊ βρίσκει το νόημα της ζωής της, το πάθος που δεν είχε γνωρίσει ποτέ της. Και ένας χορός που μοιάζει με αρχαίο δράμα ξεκινάει, με φόντο τις πολύβουες αίθουσες των χοροεσπερίδων, τα σκοτεινά δωμάτια του πολιτικού παρασκηνίου και τους σκονισμένους δρόμους της παλιάς Αθήνας. Από τη μία το παράνομο ζευγάρι: ο παλμός του έρωτα, ο φόβος της διαπόμπευσης, η σύγκρουση με τη λογική και τη συνείδηση. Και από την άλλη, η μοίρα του συζύγου: ο αγώνας ενός ανθρώπου που επιφανειακά τα έχει όλα, πλούτη, κύρος και δύναμη, αλλά στο βάθος είναι απερίγραπτα μόνος.
Ο Δάνδολος κατάφερε στο «Όταν θα δεις τη θάλασσα» να συνδυάσει πολλά πράγματα. Κατάφερε να αποδώσει όλη την αγωνία που σημαδεύει τους μοιραίους έρωτες και να ξεγυμνώσει κάθε ανθρώπινο ένστικτο που μας οδηγεί στην εξέγερση από τα «πρέπει» της ζωής. Κατόρθωσε επίσης να γράψει μερικές από τις ωραιότερες ερωτικές σκηνές που έχουμε διαβάσει τα τελευταία χρόνια σε ελληνικό μυθιστόρημα. Το σεξ που περιγράφει είναι απολύτως αισθαντικό και αποτυπώνεται με έναν λυρισμό που φλερτάρει με την ποίηση. Κατόρθωσε ακόμη να αποφύγει όλα τα γνώριμα κλισέ που συναντάμε συνήθως στα ερωτικά μυθιστορήματα και να χτίσει την ιστορία του με πραγματικούς όρους ζωής, κάνοντας τον αναγνώστη να ταυτιστεί λίγο-πολύ με όλους τους ήρωες και τις δυσκολίες που συναντούν. Και τέλος μπόρεσε να αναπαραστήσει πιστά έναν ολόκληρο κόσμο. Όπως ο Ισίδωρος Ζουργός στον «Βίο του Ματίας Αλμοσίνο» και ο Γιάννης Καλπούζος στο «Σέρρα» (δύο ακόμη πολύ όμορφα ιστορικά μυθιστορήματα της πρόσφατης εσοδείας), έτσι και ο Δάνδολος συνέθεσε ένα υφαντό πάνω στο οποίο απλώθηκαν οι ανάσες μιας κοινωνίας που παλεύει για την υπέρβαση. Εν κατακλείδι, έγραψε το πιο ώριμο βιβλίο του, αποτυπώνοντας, μέσα από την ερωτική ιστορία, ένα συλλογικό ταξίδι προς τη θάλασσα της δικαίωσης. Ναι, όπως είχε πει και ο Χέμινγουέι, δεν κάνει τη διαφορά ο κόπος, αλλά ο τρόπος.