του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΣΙΜΟΥ*
Εύλογες απορίες προκαλούν οι προκλητικές δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία, επέκρινε εκείνους που υπέγραψαν τη Συνθήκη τη Λωζάνης του 1923, που καθόρισε τα σημερινά ελληνοτουρκικά σύνορα.
Μια εβδομάδα μόλις από τη συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, με το Κυπριακό να έχει μπει σε μια πολύ λεπτή φάση των διαπραγματεύσεων και σε μία περίοδο που η ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δοκιμάζεται από την εμφύλια σύγκρουση στη Συρία, την τρομοκρατία και το προσφυγικό, ο Τούρκος πρόεδρος επέλεξε να επαναφέρει, σε άλλο μάλιστα επίπεδο, τις τουρκικές διεκδικήσεις.
Παράλληλα, απορίες προκαλεί και η στάση της κυβέρνησης, η οποία επέλεξε να απαντήσει με διαρροή, αποφεύγοντας να καταδικάσει απερίφραστα τη νέα υπερμεγέθη πρόκληση.
Μπορεί, σύμφωνα με όσα ανάφεραν «κύκλοι» του Μεγάρου Μαξίμου, ο πρόεδρος της Τουρκίας να εκμεταλλεύτηκε την 93η επέτειο από την υπογραφή της συνθήκης, για να απευθυνθεί σε στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης και στους κεμαλιστές, και άρα η ομιλία του να ήταν για εσωτερική κατανάλωση και να είχε στόχο την αποδόμηση του κεμαλισμού («κάποιοι προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη Λωζάνη ως νίκη, προσπάθησαν να μας εξαπατήσουν», είπε), ωστόσο τα ζητήματα που έθεσε, ανοίγουν τον Ασκό του Αιόλου: πυροδοτούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οδηγούν σε γενικότερη αποσταθεροποίηση και επαναφέρουν εθνικιστικές διεκδικήσεις. Ακόμη, όμως, σηματοδοτούν την «αναβάθμιση» των τουρκικών διεκδικήσεων, που ξεφεύγουν από τις «γκρίζες ζώνες» και επεκτείνονται στα ελληνικά νησιά, «που ήταν τόσο κοντά που μπορούσες να φωνάξεις» και που «ήταν λάθος να παραχωρηθούν στην Ελλάδα».
Καταργώντας τη Συνθήκη των Σεβρών, η Συνθήκη της Λωζάννης, που υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου 1923 στην Ελβετία από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κεμάλ Αττατούρκ, έθεσε τα σύνορα της σύγχρονης Τουρκίας, παραχωρώντας της τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό. Τη συνθήκη υπέγραψαν η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ελλάδα, η Ρουμανία, το Σερβο-Κροατο- Σλοβενικό κράτος και η Τουρκία και δεν έχει αμφισβητηθεί έκτοτε από κανέναν από τους μετέπειτα Τούρκους προέδρους, παρά την επινόηση των «γκρίζων ζωνών»: «Ακόμη παλεύουμε για το πώς θα είναι η υφαλοκρηπίδα και για το πώς θα είναι ο αέρας και η ξηρά», δήλωσε ο Τούρκος πρόεδρος.
Η Τουρκία για πολλαστή φορά αποδεικνύει πως αποτελεί μόνιμα μια δύναμη που αμφισβητεί κάθε θεσμό, άρα και τη διεθνή νομιμότητα, προκειμένου να επεκτείνει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και με δεδομένο πως υπάρχουν «ανοιχτά» εθνικά θέματα για την Ελλάδα, ενδέχεται, αν δεν ξυπνήσει η πολιτική ηγεσία από τον λήθαρχο, να υπάρξουν επικίνδυνες εξελίξεις.
Η αφωνία και της σημερινής πολιτικής ηγεσίας πιστοποιεί την ύπαρξη στη χώρα μιας φοβισμένης πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, που δεν τολμά να ορθώσει ανάστημα σε κανένα ζήτημα οικονομικό, πολιτικό και τώρα εθνικό, βάζοντας σε δοκιμασία τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των Ελλήνων. Μιας ελίτ, χωρίς εθνική συνείδηση και όραμα, που «αποικιοποιεί» το εσωτερικό της χώρας, ακόμη και την άμυνά της, και φτωχοποιεί τον λαό της. Που από κεκτημένη ταχύτητα κινείται στον ίδιο ολισθηρό δρόμο των παραχωρήσεων.
Με αυτόν τον τρόπο, δυστυχώς, δικαιώνεται ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης, που το 1993 , στο επίμετρο που έγραψε για το βιβλίο του «Θεωρία πολέμου και ελληνοτουρκικές σχέσεις», έθεσε τη δραματική αλλαγή ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή σε βάρος της Ελλάδας και προέβλεψε πως όταν αυτή αναζητήσει προστάτη εντός της Ευρώπης, υπονοώντας τη Γερμανία, θα εκτεθεί σε πολύ μεγάλο κίνδυνο η εθνική της ασφάλεια. Κι αυτό επειδή, σύμφωνα με την ιστορία, το Βερολίνο στα γεωπολιτικά και εθνικά προβλήματα της χώρας ήταν πάντα σε αγαστή συνεργασία με τον τουρκικό παράγοντα (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος- Μικρασιατική καταστροφή, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος).
Σήμερα, κι ενώ το προσφυγικό παραμένει ένα τεράστιο ευρωπαϊκό αλλά πάνω απ’ όλα ελληνικό πρόβλημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως Δούρειος ΄Ιππος από την Τουρκία, απαιτείται εγρήγορση και αφύπνιση του ελληνικού λαού.
Απαιτείται, ως εθνική ανάγκη πλέον, ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, που θα μπορέσει να σταθεί απέναντι στην παρηκμασμένη οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που λυμαίνεται τη χώρα από τη Μεταπολίτευση, που την υπερχρέωσε και τώρα, εφαρμόζοντας τα θανατηφόρα για την οικονομία και τους Έλληνες πολίτες μνημόνια, δεν κάνει τίποτα στο να αποφευχθούν και πιθανοί νέοι εθνικοί ακρωτηριασμοί στο μέλλον.
Ο Γιώργος Παπασίμος είναι δικηγόρος