του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ*
Η προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα ζητήματα που έθετε η παγκοσμιοποίηση, έγινε κυρίως μέσω της Συνθήκης του Μάαστριχτ και με όσα νομοθετήματα ακολούθησαν. Ο βασικός λογικός πυρήνας των θεσμικών ρυθμίσεων ήταν σε μεγάλο βαθμό η άσκηση της οικονομικής πολιτικής με βάση προκαθορισμένα κριτήρια την ευθύνη για πραγμάτωση των οποίων θα είχαν «Ανεξάρτητες» και «Γραφειοκρατικές Δομές» που δεν ελέγχονται από την καθολική ψηφοφορία των πολιτών. Η αδήριτη πραγματικότητα σε πολλές περιπτώσεις έθεσε εν αμφιβόλω αυτή την οικονομική πολιτική, όπως πχ. στο θέμα της διάσωσης των κρατών. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η αναγκαστικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν ενδυνάμωσαν , αντί να αμβλύνουν , την παρουσία αυτών των «αυτόνομων» τεχνοκρατικών δομών και μάλιστα «έφεραν» στην Ευρώπη τον υπ’ αριθμόν ένα «τεχνοκρατικό» οργανισμό το ΔΝΤ.
Η κρίση δηλαδή αντί να οδηγήσει τις ευρωπαϊκές ελίτ σε περισσότερη «πολιτική» αντίληψη των πραγμάτων οδήγησε σε μεγαλύτερη «τεχνοκρατική» αντίληψη και διεύρυνε το χάσμα μεταξύ αναγκών των λαών και δικών τους αποφάσεων. Διευρύνθηκε περισσότερο το λεγόμενο δημοκρατικό κενό που εξ αρχής υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το φαινόμενο αυτό έχει ονομασθεί δρόμος προς την εγκαθίδρυση του Καισαρισμού. Ως Καισαρισμό ονομάζουμε την προδιάθεση των δημοκρατικών καθεστώτων να επιδεικνύουν αυταρχικές τάσεις σε καιρούς κρίσης.
Προκειμένου να κατανοήσουμε αυτή την αντιδημοκρατική δυναμική δεν θα ήταν ανώφελο να στραφούμε, σ’ έναν διορατικό παρατηρητή της κρίσης του πολιτισμού στη δεκαετία του 1930 : τον Αντόνιο Γκράμσι.
Σύμφωνα με τον Ιταλό διανοούμενο, κατά τη διάρκεια των μεγάλων κρίσεων του καπιταλιστικού συστήματος , οι θεσμοί που εξαρτώνται από την καθολική ψηφοφορία, όπως τα κοινοβούλια, περνούν σε δεύτερο πλάνο. Αντιθέτως, οι περιστάσεις ενισχύουν « τη σχετική θέση της εξουσίας της γραφειοκρατίας (πολιτικής και στρατιωτικής), των υψηλών χρηματοπιστωτικών κύκλων, της Εκκλησίας και εν γένει όλων των οργανισμών που είναι σχετικά ανεξάρτητοι από τις διακυμάνσεις της κοινής γνώμης ». Σε κατάσταση κρίσης : από τη μία, οξύνονται οι εγγενείς αντιφάσεις των θεσμών που νομιμοποιούνται σε εκλογικό επίπεδο, ελαττώνοντας την ικανότητά τους να λαμβάνουν τις αποφάσεις που απαιτεί η επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων· από την άλλη, η κοινή γνώμη έχει σημαντικότατες διακυμάνσεις, απειλώντας να στραφεί προς τις πιο ριζοσπαστικές λύσεις.
Υπήρξε εποχή κατά την οποία εκείνο που θεωρούνταν απειλή για την κοινωνική τάξη και τις εκπολιτιστικές παραδόσεις του δυτικού πολιτισμού ήταν η «εξέγερση των μαζών». Στην περίοδο των τελευταίων τριών δεκαετιών(εποχή της παγκοσμιοποίησης) όμως, φαίνεται πως η πρωταρχική απειλή δεν προέρχεται από τις μάζες αλλά από εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας. Βαθιά ριζωμένες στην πλανητική οικονομία και τις εξεζητημένες τεχνολογίες της, πολιτιστικά φιλελεύθερες , δηλαδή «μοντέρνες», «ανοιχτόμυαλες», θα λέγαμε «αριστερές», οι νέες ελίτ του αναπτυγμένου καπιταλισμού- αυτές που ελέγχουν τις διεθνείς ροές του χρήματος και της πληροφορίας- στον βαθμό που η εξουσία τους ενισχύεται και παγκοσμιοποιείται, εκδηλώνουν μια αυξανόμενη περιφρόνηση για τις αξίες και τις αρετές που , κάποτε, θεμελίωναν το δημοκρατικό ιδεώδες. Έγκλειστες μέσα στα πολλαπλά τους «δίκτυα» , στους κόλπους των οποίων ζουν μονίμως «νομαδικά», βιώνουν τον εγκλεισμό τους , μέσα στον ανθρώπινα συρρικνωμένο κόσμο της Οικονομίας, σαν μια ευγενή, «κοσμοπολίτικη» περιπέτεια, ενώ καθημερινά, γίνεται όλο και πιο έκδηλη η δραματική ανικανότητά τους να κατανοήσουν αυτούς που δεν τους μοιάζουν: και πρώτα απ’ όλους τους καθημερινούς ανθρώπους της ίδιας της χώρας τους.
Όμως η μετάβαση προς τον Καισαρισμό σημαίνει ότι η Ιστορία επιστρέφει, με μια ριζική αλλά και άμορφη αποσυμπύκνωση του Πολιτικού, στη βιολογική εξέλιξη, ζωοποιείται, αφού μοιάζει να έχουν εξαφανισθεί τα πολιτικά προβλήματα και να προέχουν οι καθαρώς οικονομικοί, ήτοι ζωόδεις ανταγωνισμοί, η επικυριαρχία των οποίων όμως, στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, θα οδηγήσει πιθανότατα σε μια νέα έξαρση και πύκνωση του Πολιτικού, με πρωταγωνιστές τις δυνάμεις του «αίματος»- δηλαδή τους πένητες και τους αποκλεισμένους.
Διακρίνονται πλέον καθαρά αυτές οι εξελίξεις στην αναπτυγμένη Δύση.
Η σημερινή αυτή πολιτική ολιγαρχία του δυτικού κόσμου φαίνεται να χάνει προοδευτικά τον έλεγχο της μηχανής του συστήματος . Διαπιστώνεται η αποσύνθεση της κλασικής πολιτικής ολιγαρχίας, των παραδοσιακών κομμάτων -Δημοκρατικού, Ρεπουμπλικανικού, Σοσιαλιστικού κτλ.
Απέναντί της, έχουμε την ανάδυση νέων μορφών ακτιβισμού, νέα υποστήριξη της βίαιης και χυδαίας δημαγωγίας, μιας νέας μορφής πολιτικής χυδαιότητας και μιας υποκειμενικής βιαιότητας στην πολιτική πρόταση.
Αρκετοί αναζητούν μια μορφή ταξικότητας στις νέες εξελίξεις . Βεβαίως υπάρχει in senso lato. Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε όχι με τάξεις αλλά με το πλήθος που έχει δημιουργήσει η εξέλιξη της Παγκοσμιοποίησης. Οι μορφές της κοινωνικής διαπάλης που συγκροτούν το πολιτικό αντιπαρατίθενται άμεσα, ευθέως. Η αναγκαία διαμεσολάβηση σήμερα πραγματοποιείται κυριαρχικά από τα ακροδεξιά κόμματα και κινήματα. Αυτό είναι περισσότερο από εμφανές. Πως θα εξελιχθούν τα γεγονότα;
*Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Πανεπιστημίου διδάσκει διεθνή χρηματοοικονομική και τραπεζική στο Πάντειο Πανεπιστήμιο όπου υπηρετεί ως καθηγητής. Την περίοδο 1996-2008 δίδαξε νομισματική θεωρία και πολιτική στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Έλαβε το πτυχίο του από τη Σχολή Οικονομίας και Εμπορίου του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας και αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο Τμήμα Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου με ειδίκευση στα Διεθνή Νομισματικά. Έχει εργαστεί ως σύμβουλος διοικήσεως της Εμπορικής Τραπέζης (1985-2010) και διευθυντής του Επιμορφωτικού Τραπεζικού Ινστιτούτου της (1996-2005).
Εξέδωσε μεταξύ άλλων: Παγκοσμιοποίηση (1999), Νεοσυντηρητικοί (2007), Η σαστισμένη Ευρώπη (2009), Οι σύγχρονες κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος (2011), Μικρά μαθήματα για την ελληνική οικονομία (2013), Μετά τον Ερντογάν τι; (από κοινού με τον Σ. Λυγερό, 2013), Η ατελέσφορη επιστήμη (2013). Είναι πρόεδρος του Ομίλου Πολιτικού και Οικονομικού Προβληματισμού.