του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ*
Στη διάρκεια της επταετίας 2010-2016 η Ελλάδα ασφυκτιά, αιμορραγεί, συρρικνώνεται με τις περικοπές εισοδημάτων και δημοσίων δαπανών που της επιβάλλουν οι δανειστές της και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπό γερμανική καθοδήγηση.
Ακόμη κι αν έτσι χάνεται 30% του εθνικού εισοδήματος και η ανεργία εκτινάσσεται σε παρόμοιο ύψος, με συνέπεια την ακαταμάχητη συρρίκνωση της παραγωγικής ικανότητος της χώρας, η γερμανική συνηγορία υπέρ της λιτότητος δεν πτοείται, αλλά εντείνεται αποδίδοντας στην εφαρμοζόμενη σαρωτική πολιτική ιδιότητες αναγκαίας θεραπευτικής αγωγής. Συνοπτικά ο Γερμανός υπουργός Σόιμπλε υποστηρίζει την ανάγκη της λιτότητος όχι μόνον για να καλύπτονται τα δημόσια ελλείμματα και το υποθετικό κενό μεταξύ παραγωγικής ικανότητος και βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού, αλλά κυρίως για την υποθετική «ανάκτηση ανταγωνιστικότητος» της χώρας.
Ωστόσο οι Έλληνες μπορούν να μην ανησυχούν ιδιαίτερα, εάν αυτό έχει κάποιο νόημα, αφού η γερμανική επιλογή της λιτότητος έχει προ πολλού επιβληθεί σε ολόκληρη την Ευρωζώνη υπό το αυτό έωλο επιχείρημα της υποθετικής ανάκτησης ανταγωνιστικότητος. Οι διαρκείς περικοπές εργασιακού κόστους, εργοδοτικών εισφορών, δημόσιων, και ιδίως κοινωνικών, δαπανών αιτιολογούνται σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης με το αυτό εκτός τόπου και χρόνου σκεπτικό: όχι μόνον της ισοσκέλισης πάση θυσία και με οποιοδήποτε τίμημα των δημοσίων ισοζυγίων, αλλά και της μέσω αυτών υποθετικής ανάκτησης ανταγωνιστικότητος.
Σοβαρή επιδείνωση για την Ελλάδα
Ωστόσο, κατά πόσο επιβεβαιώνεται το γερμανικό αξίωμα ότι η ανταγωνιστικότητα μιας χώρας είναι αντιστρόφως ανάλογη του επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της; Ότι το υψηλό επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού συνεπάγεται απώλεια ανταγωνιστικότητος, ενώ το χαμηλό επίπεδο εξασφαλίζει ανώτερη ανταγωνιστικότητα;
Στην κατάταξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητος, την οποία κάθε χρόνο δημοσιεύει το Ινστιτούτο IMD της Λωζάννης, η χώρα μας, με τις πρωτοφανείς απώλειες εισοδημάτων και θέσεων εργασίας, δεν φέρεται να έχει διόλου βελτιώσει τη θέση της στη διεθνή ανταγωνιστικότητα κατά την πρόσφατη επταετία, αλλά αντίθετα καταγράφει σοβαρή επιδείνωση: από την 46η θέση το 2010, κατήλθε στην 56η το 2016.
Η υποτιθέμενη «θεραπευτική αγωγή» για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητος της οικονομίας φαίνεται να αποδίδει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: το εργασιακό κόστος έχει συμπιεστεί όσο δεν γίνεται, οι κοινωνικές παροχές το ίδιο, οι δημόσιες δαπάνες έχουν δραματικά περικοπεί, όμως εξ αυτών η διεθνής θέση της χώρας δεν βελτιώνεται, αλλά συνεχίζει απτόητη στον δρόμο προς την κόλαση.
Στην αυτή ετήσια έκθεση του IMD αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι από τις εκτός ευρώ ευρωπαϊκές χώρες όσες παραμένουν εκτός λιτότητος παρουσιάζουν συστηματικά ανώτερη διεθνή ανταγωνιστικότητα από τις 19 του ευρώ. Πρόκειται κυρίως για την Ελβετία, που συναγωνίζεται τις ΗΠΑ στην κορυφή της κατάταξης, τη Σουηδία, τη Δανία, τη Νορβηγία, που βρίσκονται αντίστοιχα στην 5η, 6η και 9η θέση. Ασφαλώς το μόνο που δεν προσάπτεται σε αυτές τις χώρες είναι το χαμηλό βιοτικό επίπεδο και η κακή ποιότητα κοινωνικών παροχών.
Ωστόσο άνετα μπορεί κάποιος να φθάσει στο εκ διαμέτρου αντίθετο συμπέρασμα: ότι, όσο υψηλότερο είναι το βιοτικό επίπεδο και η ποιότητα των κοινωνικών παροχών, τόσο ανώτερες είναι και οι επιδόσεις στο πεδίο της διεθνούς ανταγωνιστικότητος. Το συμπέρασμα δεν θα ήταν παράλογο, αφού διαφορετικού τύπου επενδύσεις προσελκύει το χαμηλό και ανειδίκευτο κόστος εργασίας, από ό,τι το υψηλό και εξειδικευμένο.
Οι ανεπτυγμένοι ελκύουν τις επενδύσεις
Προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούν τα στοιχεία και συμπεράσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και τις Διεθνείς Επενδύσεις (UNCTAD). Η μερίδα του λέοντος από τις διεθνείς άμεσες επενδύσεις προσελκύεται από τις «ανεπτυγμένες» χώρες, ενώ οι «αναπτυσσόμενες» δεν απολαμβάνουν παρά ελάχιστο μέρος αυτών.
Το 2015 η Ευρώπη και η Βόρειος Αμερική απορρόφησαν 55% των άμεσων διεθνών επενδύσεων, ενώ η Κίνα μόνον 7,66% και η Ινδία 2,49%. Όσον αφορά τη μεγάλη «ανακάλυψη» της κινεζικής αγοράς και την ενσωμάτωσή της στη διεθνή, τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι, παρά το χαμηλό κόστος εργασίας, οι εκροές επενδύσεων επιταχύνονται και σήμερα πλέον υπερβαίνουν τις εισροές. Από 56,5 δισ. δολάρια το 2009, οι εκροές κεφαλαίων από την Κίνα είχαν ανέλθει σε 127 δισ. το 2015 και σε 145,9 δισ. κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2016.
Εάν σήμερα η Κίνα, με το υποδειγματικά χαμηλότερο κόστος εργασίας στον κόσμο, απειλείται άμεσα από κάτι, αυτό δεν είναι ο συνωστισμός ξένων επενδύσεων, αλλά ακριβώς το αντίθετο: η μαζική εκροή κεφαλαίων και η δραστική συρρίκνωση των κεφαλαιακών αποθεμάτων, που εγκαταλείπουν τη χώρα, παρά τις σχετικές δραματικές απαγορεύσεις στις εξαγωγές συναλλάγματος, και οπωσδήποτε με τη συνενοχή κάποιων «αρμοδίων αρχών» που κάνουν στραβά μάτια όταν πρόκειται για «φίλους».
Υψηλότερες αμοιβές, μεγαλύτερη παραγωγικότητα
Σε κάθε περίπτωση, όταν η βελτίωση της ανταγωνιστικότητος επιδιώκεται μέσω λιτότητος, με συμπίεση του κόστους εργασίας και των κοινωνικών παροχών, αυτό πιθανώς δημιουργεί κίνητρο για επενδύσεις εντάσεως εργασίας, αλλά οπωσδήποτε λειτουργεί ως αντικίνητρο για επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου και προωθημένων τεχνολογιών.
Όταν το διεθνές πλεονέκτημα μιας χώρας είναι η φθηνή εργασία, τότε επόμενο είναι να προσέρχονται σε αυτήν επενδύσεις παραδοσιακού τύπου, με μεγάλη συμμετοχή φθηνής εργασίας, με χαμηλή συμμετοχή κεφαλαίου σε προηγμένες τεχνολογίες και κατ’ επέκταση με αμελητέα για τη χώρα προστιθέμενη αξία. Αυτό σημαίνει ότι η συμπίεση του εργασιακού κόστους όχι μόνον παραπέμπει σε αποτρόπαια πειράματα και εγχειρήσεις «κοινωνικής ευγονικής», αλλά ακόμη χειρότερα δημιουργεί κίνητρα μόνον για επενδύσεις ξεπερασμένου και συχνά άχρηστου τεχνολογικού τύπου.
Αντιθέτως το υψηλό κόστος εργασίας και κοινωνικών παροχών συνιστά κίνητρο για επενδύσεις προωθημένου τεχνολογικού τύπου, ικανού να παρακάμπτει το εργασιακό κόστος με την αύξηση της παραγωγικότητος της εργασίας, όπως και της προστιθέμενης αξίας. Δεν βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα χωρίς αύξηση της παραγωγικότητος και η τελευταία δεν αυξάνεται σε συνθήκες χαμηλού εργασιακού κόστους, στο μέτρο που αυτό προσδιορίζει και οργανική και τεχνολογική σύνθεση κεφαλαίου που παραπέμπουν σε προ πολλού ξεπερασμένες εποχές. Οι χειρουργικές περικοπές του εργασιακού κόστους δεν προωθούν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αλλά αντίθετα την υποβαθμίζουν.
Άλλωστε το κόστος εργασίας και οι κοινωνικές παροχές αποτελούν πάντα το πλαίσιο το οποίο δεν διαπλάσσεται κατά την αυθαίρετη βούληση των υποψηφίων επενδυτών, αλλά αυτό στο οποίο αυτοί έχουν συμφέρον να προσαρμόζονται. Υψηλό βιοτικό επίπεδο αποφέρει υψηλής ανταγωνιστικότητος επενδύσεις, ενώ χαμηλό βιοτικό επίπεδο παρασύρει χαμηλής και μηδενικής ανταγωνιστικότητος επενδύσεις.
Η λανθασμένη, ατελέσφορη και απατηλή συνταγή της λιτότητος για την Ελλάδα αποδεικνύεται σήμερα εξ ίσου ατελέσφορη και απατηλή για το σύνολο της Ευρωζώνης, αφού, εφαρμόζοντάς την, καταλήγει σήμερα να βρίσκεται παγιδευμένη σε μηδενικούς ρυθμούς και δραματικό έλλειμμα τεχνολογικής προοπτικής, με άμεση συνέπεια την αναβίωση των συζητήσεων στην Επιτροπή των Βρυξελλών για απεμπλοκή από τη μοιραία δεκαετή λιτότητα με ανανεωμένο ενδιαφέρον για την επανενεργοποίηση του δημοσιονομικού εργαλείου και μάλιστα σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
*Ο Κώστας Β. Βεργόπουλος γεννήθηκε το 1942 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στη Σορβόννη. Διδάκτωρ οικονομικών επιστημών (Doctorat d’ Etat) του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Επισκέπτης καθηγητής σε Πανεπιστήμια της Βόρειας και Νότιας Αμερικής. Διεθνής εμπειρογνώμων στα Ηνωμένα Έθνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί και διδάσκονται σε δέκα γλώσσες.
Έργα του ιδίου:”Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα” (Εξάντας, 1975).”Ο Δύσμορφος Καπιταλισμός” (σε συνεργασία με τον Samir Amin, Παπαζήσης, 1975). “Κράτος και Οικονομική Πολιτική” στον 19ο Αιώνα (Εξάντας,1978). “Εθνισμός και Οικονομική Ανάπτυξη” (Εξάντας, 1979). “Η Ελλάδα σε εξέλιξη” (διεύθυνση, Εξάντας, 1985). “Οι Νέες Τεχνολογίες στην Ευρωπαϊκή Οικονομία Τροφίμων” (Βρυξέλλες, 1986). “Η Απο-ανάπτυξη σήμερα” (Εξάντας, 1987).
Εκδόσεις των έργων του κυκλοφορούν επίσης στα γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ιταλικά, ολλανδικά, κινέζικα.
Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ