του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ*
Δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό στη ζωή από το να ανακαλύψεις το ακριβές σημείο, από το οποίο πρέπει να παρατηρούνται και να κρίνονται όλα τα πράγματα, και ύστερα να παραμείνεις σ’ αυτό το σημείο, υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο von Clausewitz (Καρλ Φίλιππ Γκότλιμπ φον Κλαούζεβιτς, Περί του Πολέμου, Βάνιας 1999).
Το βασικό λάθος που συνήθως γίνεται συνίσταται στη συνεχή σύγχυση σχετικά με το είναι και το δέον, μεταξύ περιγραφικών και κανονιστικών προτάσεων. Υπάρχουν μακροσκελείς αναλύσεις με βάση του πως θα έπρεπε να είναι η πραγματικότητα αδιαφορώντας πλήρως για το πώς πράγματι είναι η πραγματικότητα.
Οι αναλύσεις τέτοιου είδους στερούνται της ικανότητας απεικόνισης της πραγματικότητας ως τέτοιας με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να παρουσιάζεται ως άλλη, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί σε λανθασμένες πράξεις σε σχέση με το επιδιωκόμενο. «Πολλοί χτίσανε με το νου τους δημοκρατίες κι ηγεμονίες που ποτέ κανένας δεν τις είδε ούτε έμαθε πως υπάρχουνε στ’ αλήθεια. Γιατί τόσο μακριά βρίσκεται το πώς ζούμε απ’ το πώς θάπρεπε να ζούμε, ώστε όποιος δεν κοιτάει το τι γίνεται για να κυνηγήσει το τι θα ‘πρεπε να γίνεται, αυτός πιότερο την καταστροφή παρά την προφύλαξή του βλέπει. Γιατί κάποιος που θέλει σ’ όλα τα ζητήματα να φανερώσει καλοσύνη, φυσικό είναι να καταστρέφεται μέσα σε τόσους που δεν είναι καλοί.» (N. Machiavelli, Ο Ηγεμόνας, στο: N. Machiavelli , Έργα, τομ. Ι, μτφ Τάκη Κονδύλη , Κάκτος , Αθήνα 1984, σελ. 266-267).
Τα παραπάνω αναφέρονται απλά και μόνο δια να δείξουμε ότι η χρειάζεται να κατανοήσουμε την πραγματικότητα ,όπως είναι σήμερα, και όχι όπως θα θέλαμε να είναι προκειμένου να αντιληφθούμε τους άξονες πάνω στους οποίους κινείται η διευθέτηση του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Χωρίς περιττές αναλύσεις, σύμφωνα με την άποψή μας, υπάρχουν οι βασικές σταθερές από τις οποίες χρειάζεται να ξεκινήσουμε τους συλλογισμούς μας.
Πρώτη βασική σταθερά.
Οι σημερινές (;) γερμανικές πολιτικές ελίτ, για ποικίλους λόγους – πολιτικούς, ιδεολογικούς, πολιτιστικής ιδιοσυγκρασίας και αντίληψης των διεθνών σχέσεων- δεν επιθυμούν σε καμία περίπτωση να αποποιηθούν το όπλο του χρέους που κρατούν σήμερα ολοκληρωτικά στα χέρια τους. Ίσως η πιο σωστή έκφραση θα ήταν , δεν πρόκειται , όσο μπορούν , να εκχωρήσουν μακροχρόνιους βαθμούς ελευθερίας στην Ελλάδα , αναφορικά με το δημόσιο χρέος. Γι’ αυτές αποτελεί το πλέον αποτελεσματικό όπλο κατίσχυσης τους όχι μόνο για την Ελλάδα , αλλά και για άλλες πιθανές μελλοντικές περιπτώσεις (πχ Ιταλία, Πορτογαλία κτλ). Το αν θα έχει επιτυχία σε περιπτώσεις όπως η Ιταλία, είναι ζητούμενο. Αλλά η σκέψη τους είναι αυτή. Για την Ελλάδα , δυστυχώς για αυτήν, φαίνεται ότι το επιτυγχάνουν. Δεν απορρέει από πουθενά, αυτή την συγκεκριμένη συγκυρία, η δυνατότητα να ανατραπεί (με σύγκρουση) ή τουλάχιστον να περιορισθεί η βούληση των γερμανικών πολιτικών ελίτ.
Δεύτερη βασική σταθερά.
Υπάρχει η διαδεδομένη εντύπωση της αντιπαράθεσης απόψεων μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ, σχετικά με το ελληνικό δημόσιο χρέος. Είναι γεγονός ότι μια τέτοιου είδους αντιπαράθεση , σε επίπεδο απόψεων, υφίσταται. Εκφράζεται συγκεκριμένα ως εξής:
Το μεν ΔΝΤ θεωρεί ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο (μετά το 2022) και χρειάζεται να ελαφρυνθεί. Η θέση του αυτή εδράζεται σε μακροχρόνιες προβολές χρέους (μέχρι το 2060) στις οποίες επιλέγεται ως επικρατέστερο το δυσμενέστερο σενάριο μεγέθυνσης του ΑΕΠ (μέσος ετήσιος όρος 1,0%) και πρωτογενών πλεονασμάτων (1,5%). Με βάση την προβολή αυτή ο λόγος ΔΧ/ΑΕΠ θα φθάσει το 2060, στο 226% του ΑΕΠ, ενώ οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες στο γιγαντιαίο 52,1%.
Οι δε ευρωπαϊκοί θεσμοί (ΕΣΜ) θεωρούν ότι με βάση το δικό τους σενάριο το ελληνικό χρέος ενδέχεται να μειωθεί μέχρι το 2060 στο 49,1%, ενώ οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες, που αποτελούνται από το πιθανό έλλειμμα συν το σύνολο των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους, θα βρίσκονται μόλις στο 11% του ΑΕΠ. Θα ήταν συνεπώς λιγότερο από το όριο 15%-20% που κρίνουν οι δανειστές ως βιώσιμο. Η θέση των ευρωπαίων στηρίζεται στην υπόθεση ότι μέχρι το 2060, αναμένεται μια κατά μέσο όρο ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 1,5% και πρωτογενές πλεόνασμα 2,2%-2,6%.
Πως θα λυθεί αυτή η διαφορά απόψεων; Πιθανότατα με ένα συμβιβασμό. Ο συμβιβασμός μπορεί να περιγραφεί ως ακολούθως:
Η Γερμανία θα δώσει ορισμένες διαβεβαιώσεις ότι θα περιγράψει το πλαίσιο των πιθανών διευκολύνσεων για το χρέος (με τη σαφή σημείωση : αν χρειασθούν). Ουσιαστικά θα επαναληφθεί η απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου 2016 , ίσως με κάποια μεγαλύτερη λεπτομέρεια . Σε αντάλλαγμα το ΔΝΤ θα δώσει μία επίσημη υπόσχεση «προσωρινής» συμμετοχής στο τρίτο πρόγραμμα, υπό μία προϋπόθεση: την τελική του απόφαση θα τη λάβει μόνο όταν ξεκαθαριστεί η βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό που ακούγεται ως λύση του προβλήματος είναι πάνω απ΄ όλα μία έξυπνη κίνηση στη σκακιέρα, μία μετατόπιση του προβλήματος στον χρόνο. Μια κίνηση στην πολιτική σκακιέρα για να πάμε παρακάτω. Ο Σόιμπλε θα μπορούσε να ισχυριστεί στη γερμανική Βουλή, ότι το ΔΝΤ επιτέλους δεσμεύθηκε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα βοήθειας. Το ΔΝΤ από την πλευρά του δεν θα είχε υποσχεθεί τίποτα περισσότερα από αυτά που λέει τα τελευταία δύο χρόνια. Λύση δεν θα είχε βρεθεί πάντως.
Αν , όντως, έτσι εξελιχθούν τα γεγονότα, και μάλλον έτσι θα εξελιχθούν, τίθεται το ακόλουθο ερώτημα : ο συγκεκριμένος συμβιβασμός έχει κάποιον νικητή; Διότι σχεδόν όλοι οι συμβιβασμοί έχουν πάντοτε κάποιον νικητή , παρά τα αντιθέτως λεγόμενα. Σίγουρα ο νικητής είναι Σόιμπλε. Από όποια πλευρά το δει κάποιος.
Με βάση τα παραπάνω λεχθέντα συνάγεται το εξής συμπέρασμα: το ΔΝΤ υποχωρεί για ακόμη μια φορά στην αντιπαράθεσή του με την Γερμανία. Υποχώρησε εξ αρχής για την κατάσταση του ελληνικού δημοσίου χρέους υποστηρίζοντας ότι είναι βιώσιμο, δέχθηκε το PSI με τον τρόπο που έγινε, υποχώρησε τελευταία για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων την περίοδο 2018- 2022, δεχόμενο 3,5% ,ενώ στην έκθεσή του (Μάιος 2016) υποστήριζε ότι η Ελληνική οικονομία χρειάζεται πρωτογενή πλεονάσματα 1,5%.
Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό και ας φαίνεται περίεργο σε πολλούς που θεωρούσαν ότι το ΔΝΤ μπορεί να αντιπαρατεθεί ισότιμα με μια ισχυρή χώρα η οποία ουσιαστικά δεν το έχει καμία ανάγκη , εκτός των περιπτώσεων της χρησιμοποίησής του για την εφαρμογή ενός προγράμματος σε τρίτες ευρωπαϊκές χώρες, που η ίδια , λόγω του ευρωπαϊκού κεκτημένου , δύσκολα θα πρότεινε.
Οι διαφορές μεταξύ αντιτιθέμενων απόψεων, τελικά λύνονται με βάση τα όπλα που διαθέτει η κάθε πλευρά . Οι διαφορές επιλύονται στο επίπεδο της ισχύος. Το ΔΝΤ δεν έχει απολύτως κανένα όπλο έναντι της Γερμανίας. Έχει όπλα έναντι χωρών που έχουν ανάγκη τη χρηματοδότησή τους. Εκεί το ΔΝΤ αποκτά ισχύ και ξέρει να την εφαρμόζει «υπέρμετρα αποφασιστικά». Το τελευταίο που μπορεί να πράξει το ΔΝΤ είναι να αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα. Δεν θα είναι καθόλου δύσκολο, στην περίπτωση αυτή, για τον Σόιμπλε να επιχειρηματολογήσει στο Γερμανικό κοινοβούλιο , ότι υπερασπίσθηκε σθεναρά τα συμφέροντα του γερμανικού λαού , έναντι των προτάσεων του ΔΝΤ που με τις προτάσεις του επεδίωκε την απώλεια εισοδήματος των Γερμανών φορολογουμένων. Όμως , νομίζω, ότι το ΔΝΤ, θα παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα , ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που συμμετέχει ως σήμερα μέχρι τη λήξη του προγράμματος.
Αν αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα , θα πρέπει να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη μας, και να σχεδιάσουμε με βάση αυτή. Διαφορετικά αυταπατώμεθα. Και η αυταπάτη περιέχει μεγάλο ποσοστό απάτης.
*Ο Κώστας Ι. Μελάς είναι διδάκτορας (Ph.D) του τμήματος Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στα Διεθνή Νομισματικά. Τίτλος της Διδακτορικής Διατριβής: «Συναλλαγματικές Εξελίξεις στην Ελλάδα 1974-1985». Κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου (M.Sc.) του Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης του ιδίου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στο Διεθνές και Διαπεριφερειακό Εμπόριο. Τίτλος της Μεταπτυχιακής Διατριβής: «Θεωρίες Διεθνούς και Διαπεριφερειακού Εμπορίου». Πτυχιούχος της Σχολής Οικονομίας και Εμπορίου του Πανεπιστημίου Φλωρεντίας (Ιταλίας), με ειδίκευση στην Αγροτική Οικονομική Ανάπτυξη. Τίτλος Πτυχιακής Διατριβής: «Vicende e condizioni dell’ agricoltura greca». Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο από το 1990. Έχει διδάξει στο Τμήμα Πολιτικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου τα μαθήματα «Μακροοικονομία» και «Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις» (1990-1993). Επίσης έχει διδάξει στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά τα μαθήματα «Νομισματική Θεωρία και Πολιτική», «Θεωρία Οικονομικής Πολιτικής», «Παγκοσμιοποίηση και Διεθνής Ανταγωνισμός» και «Ειδικά Θέματα Μακροοικονομίας» (1997-2009). Επίσης διδάσκει στο Μεταπτυχιακό του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου τα μαθήματα «Παγκοσμιοποίηση της Οικονομίας» και «Διεθνής Χρηματοοικονομική» (2001-σήμερα). Εργάσθηκε ως Σύμβουλος Διοίκησης της Εμπορικής Τραπέζης. Την περίοδο 1996-2005 διετέλεσε Διευθυντής του Επιμορφωτικού Τραπεζικού Ινστιτούτου της ίδιας τράπεζας, διδάσκοντας παράλληλα τα μαθήματα: «Διεθνής Τραπεζική», «Τραπεζική Χρηματοοικονομική Διοικητική» και «Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις». Έχει διδάξει επίσης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του University at Urbana, Derivates και Bank Management. Είναι Πρόεδρος του Ομίλου Πολιτικού και Οικονομικού Προβληματισμού. Έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό ερευνητικών εργασιών και άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά και σε πρακτικά συνεδρίων, ενώ έχει επιμεληθεί μεγάλο αριθμό βιβλίων.