του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ*
Κατηγορηματικές και αφοπλιστικές, ακόμη μια φορά, οι δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών. Συνιστά στην κυβέρνηση να αφήσει την «κατενάτσιο», με την οποία «χάνει ευκαιρίες» και να περάσει σε «επιθετική πολιτική». Ωστόσο,τι θα άλλαζε εάν η κυβέρνηση εφάρμοζε με «επιθετική πολιτική» και δική της πρωτοβουλία τις αξιώσεις των δανειστών προτού καν αυτές διατυπωθούν; Ευκαιρίες μπορούν να χάνονται τόσο με την επιθετική πολιτική όσο και με την αμυντική. Ο ίδιος διαβεβαιώνει ότι διαθέτει «σχέδιο εξόδου» της χώρας από το τούνελ. Ωστόσο, εάν πράγματι αυτό αληθεύει, γιατί άραγε δεν το γνωστοποιεί στον ελληνικό λαό, ώστε να εξασφαλίσει τη συμμετοχή και στήριξη του; Εάν το σχέδιο του συμπίπτει με αυτό των δανειστών, τότε τι σημασία έχει εάν εφαρμόζεται με «επιθετική» πρωτοβουλία της μιας πλευράς ή της άλλης;
Ο ίδιος διαβεβαιώνει πως με την πρόσφατη έξοδο στις αγορές, η χώρα αποδεικνύει έτσι ότι στέκεται στις δικές της δυνάμεις, χωρίς στήριξη ούτε βοήθεια από τους εταίρους της. Κι ακόμη ότι, σε αντιδιαστολή με κάθε προηγούμενη έκδοση ομολόγου, η πρόσφατη «ενσωματώνει και λύση του προβλήματος του χρέους», πράγμα που υποτίθεται ότι αγνοείτο από όσες είχαν προηγηθεί. Οπωσδήποτε, δεν έχει άδικο όταν συνδυάζει τα δυο προβλήματα: την άντληση πόρων από τις αγορές και την εξυπηρετησιμότητα του χρέους. Ωστόσο, εάν η κρίση χρέους πλήττει την Ελλάδα από το 2010, αυτό οφείλεται στο ότι από εκείνη την χρονιά οι αγορές είχαν κλείσει για την χώρα μας, με συνέπεια το κόστος του ενδεχόμενου νέου δανεισμού να αποβαίνει απαγορευτικό για την εξυπηρέτηση του ήδη συσσωρευμένου και οφειλόμενου χρέους.
Κατά πόσο βελτιώνεται η κατάσταση σήμερα, όταν το κόστος του πρόσφατου δανεισμού ανήλθε σε 4,62%, ενώ αυτό του ήδη συσσωρευμένου και οφειλόμενου χρέους έχει κατέλθει σε 1,5% με 2%; Κατά πόσο βελτιώνεται η εξυπηρετησιμότητα του χρέους, όταν νέο χρέος υποκαθίσταται στο παλαιό, με κόστος σχεδόν τριπλάσιο του προϋπάρχοντος; Με τις συνθήκες έκδοσης του πρόσφατου ομολόγου, το συνολικό χρέος της χώρας δεν ελαφρύνεται, αλλά αντίθετα επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο. Πέραν τούτου, όταν η προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ τοποθετείται μεταξύ 1,5% και 2%, αυτό σημαίνει ότι το οφειλόμενο χρέος δεν θα μπορεί να εξυπηρετείται από το νέο προϊόν, αλλά κατ’ ανάγκην από το προϋπάρχον, δηλαδή από τις σάρκες της πραγματικής οικονομίας και με αυτονόητη συνέπεια την προϊούσα αποδυνάμωσή της. Εάν η πρόσφατη έξοδος θεωρηθεί «επιτυχία», αυτό θα σημαίνει ότι η μελλοντική εξυπηρέτηση του χρέους θα βασίζεται σε πρόσθετες αφαιμάξεις της οικονομίας, με όλο και βαθύτερη αποσταθεροποίηση και συρρίκνωσή της. Επιτυχία, που όμως πολύ απέχει από τη θλιβερή πραγματικότητα, θα ήταν εάν η χώρα εξασφάλιζε σοβαρή επενδυτική ώθηση και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε κάθε περίπτωση ανώτερους από το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της. Ενόσω αυτό δεν συμβαίνει, η αίσθηση επιτυχίας θα παραπέμπει σε φαινόμενα αντικατοπτρισμού στην έρημο.
Οπωσδήποτε, η εικόνα της χώρας ενισχύεται με τις δηλώσεις εμπιστοσύνης των Γερμανών και Ευρωπαίων υπευθύνων. Ωστόσο, με αυτές, το ελληνικό πρόβλημα δεν προωθείται προς κάποια λύση, αλλά μετατίθεται επ’ αόριστον, διαιωνίζεται με συνέπεια να καταπίπτει έτσι στην πράξη κάθε ανάγκη άμεσης αναδιάρθρωσης του χρέους.
Ότι η έξοδος στις αγορές «ενσωματώνει την πορεία της εξυπηρέτησης του χρέους» δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση μας, το ερώτημα είναι: επιτυχία για ποιον ακριβώς; Ο γερμανικός οικονομικός τύπος, όπως η Handelsblatt, αλλα και η Die Welt, κατεγραψαν την ευλογη απορια τους: πώς είναι δυνατόν η υπερχρεωμένη Ελλάδα, που ήδη αδυνατεί να εξυπηρετεί τα χρέη της, να αντλεί πρόσθετο χρήμα από τις αγορές; Ωστόσο, ο εκπρόσωπος του Σόιμπλε Γιουργκ Βάισγκερμπερ έσπευσε να τις καθησυχάσει: «το ελληνικό τεστ επέτυχε! Στόχος ήταν η χώρα να σταθεί στα πόδια της και από το 2018 να μπορεί μόνη της να εξυπηρετεί το χρέος της με άντληση πόρων από τις αγορές». Αυτή η δήλωση τι άλλο μπορεί να σημαίνει παρά ότι όσο η Ελλάδα επιτυγχάνει να αντλεί πόρους από τις αγορές, τόσο η προοπτική αναδιάρθρωσης και ελάφρυνσης του χρέους απομακρύνεται;
Άλλωστε, ενώ το ΔΝΤ υποστηρίζει σταθερά και αμετακίνητα ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι εξυπηρετήσιμο και επιβάλλεται αναδιάρθρωση και ελάφρυνση του, ο Σόιμπλε δεν είναι που υποστηρίζει την εκ διαμέτρου αντίθετη εκτίμηση; Ότι το ελληνικό χρέος παραμένει εξυπηρετήσιμο και δεν χρειάζεται καμία αναδιάρθρωση ούτε ελάφρυνση, όπως επίσης ότι κάθε τέτοιο ενδεχόμενο θα συνιστούσε παραβίαση των ευρωπαϊκών Συνθηκών, κι ακόμη αδικία εις βάρος των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Στη διαμάχη μεταξύ ΔΝΤ και Σόιμπλε για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, εάν η έξοδος στις αγορές είχε αποτύχει, αυτό θα δικαίωνε την προσέγγιση της κυρίας Λαγκάρντ και τις πιέσεις του ΔΝΤ για «ρύθμιση» του ελληνικού χρέους. Ενώ εάν εκτιμάται ότι επέτυχε, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δικαιώνει την δύσκαμπτη και «αντιπαραγωγική» γερμανική προσέγγιση, με αυτονόητη συνέπεια κάθε συζήτηση για αναδιάρθρωση του χρέους να αποβαίνει στην πράξη περιττή.
Πέραν όλων αυτών, τίθεται το ερώτημα πώς βρέθηκαν τόσες προσφορές για τοποθέτηση χρημάτων στο ομόλογο μιας χώρας που όχι μόνον παραμένει σε αδυναμία να εξυπηρετεί τα χρέη της, αλλά και στην οποία επισείεται ως «δαμόκλειος σπάθη» το ενδεχόμενο υποθετικής διαγραφής των δανειακών υποχρεώσεων της κατά το διάστημα που ακολουθεί τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017; Προφανώς, η εξήγηση του αινίγματος είναι ότι με την «επιτυχή» έκδοση του νέου ομολόγου αποκλείονται αμφότερα τα δυσμενή για τους δανειστές ενδεχόμενα. Όταν η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευθεί για πρωτογενές πλεόνασμα ανώτερο του 3,5% του ΑΕΠ, αυτό ήδη μειώνει κατά πολύ τον ουτοπικό χαρακτήρα του 4,625% για την αποπληρωμή του νέου ομολόγου. Όσον αφορά στο ενδεχόμενο κάποιας μερικής έστω διαγραφής, ποιος άραγε θα προσέφερε τα χρήματά του, εάν πράγματι αισθανόταν ότι διακινείτο στον ορίζοντα παρόμοιο ενδεχόμενο; Και εάν κάτι καθησυχάζει σήμερα τις αγορές έναντι της χώρας μας, αυτό δεν είναι τόσο κάποια υποθετική εμπιστευτική και προνομιακή πληροφόρηση στην διάθεση των δανειστών, όσο κυρίως η αίσθηση και βεβαιότητα ότι οι ίδιοι δεν διατρέχουν κανένα απολύτως κίνδυνο ούτε περικοπής ούτε καν πρόσθετης περιόδου αναστολής των δικαιωμάτων τους στο μέλλον.
Οπωσδήποτε, η εικόνα της χώρας ενισχύεται με τις δηλώσεις εμπιστοσύνης των Γερμανών και Ευρωπαίων υπευθύνων. Ωστόσο, με αυτές, το ελληνικό πρόβλημα δεν προωθείται προς κάποια λύση, αλλά μετατίθεται επ’ αόριστον, διαιωνίζεται με συνέπεια να καταπίπτει έτσι στην πράξη κάθε ανάγκη άμεσης αναδιάρθρωσης του χρέους. Ενόσω οι δηλώσεις εμπιστοσύνης επιτυγχάνουν τον στόχο τους, ενόσω πείθουν τις διεθνείς χρηματαγορές για το ελληνικό αξιόχρεο, τόσο το πρόβλημα του χρέους θα αφαιρείται από την ατζέντα για το μέλλον της χώρας. Ωστόσο, ενόσω το τελευταίο αγνοείται από την ημερήσια και προβλεπόμενη διάταξη των θεμάτων, τόσο η χώρα θα επιστρέφει στην κανονικότητα: να εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της έναντι των δανειστών ματώνοντας στα βράχια, μετά πολλών πάντα επαίνων από τις αγορές.
*Ο Κώστας Βεργόπουλος είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII
Το άρθρο δημοσιεύεται στο www.huffingtonpost.gr