Το έτος 2020 ίσως αποδειχθεί έτος καμπής για την επιστροφή της γεωπολιτικής στο επίκεντρο των διακρατικών σχέσεων και των πολυμερών οργανισμών. Το γεγονός ότι στην ευρύτερη γειτονιά της Ελλάδας, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, εξελίσσεται ένα σημαντικό μέρος του παγκόσμιου γεωπολιτικού παιγνίου αυξάνει τους κινδύνους, αλλά και τις ευκαιρίες για την Αθήνα. Με πρωταγωνίστρια την Τουρκία, επιχειρείται ουσιαστικά η αλλαγή των ισορροπιών στην περιοχή με μεθόδους οι οποίες θεωρούνται μεν από την Ευρώπη «ξεπερασμένες», αποτελούν όμως εργαλείο προώθησης των κρατικών ή ηγεμονικών συμφερόντων από την εποχή… του χαλκού. Σε αυτό το πλαίσιο, μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία είναι ευθέως ή έμμεσα εμπλεκόμενες στην περιοχή, με την Κίνα να παρακολουθεί ακόμα από απόσταση, ενώ διατηρεί ισχυρά οικονομικά συμφέροντα ευρύτερα. Η Ε.Ε. παραμένει μάλλον αμήχανη και ουσιαστικά απούσα, ενώ την πλέον ενεργό παρουσία έχει η Γαλλία, με την Ιταλία να ακολουθεί, λόγω περιφερειακών συμφερόντων της, και τη Γερμανία να αναζητεί ρόλο διαμεσολαβητή. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρεθεί στις αρχές της επόμενης εβδομάδας στην Ουάσιγκτον όπου θα συναντηθεί στις 7 Ιανουαρίου με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, με αντικείμενο την τουρκική προκλητικότητα, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των τετελεσμένων που τείνουν να δημιουργηθούν από τη συμφωνία Αγκυρας – Τρίπολης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα, όπως και η Κυπριακή Δημοκρατία και το Ισραήλ, αποτελεί σημαντικό έρεισμα για την αμερικανική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, τουλάχιστον όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα έως αυτή τη στιγμή, και η Αθήνα επιχειρεί να αναδείξει το συγκεκριμένο γεγονός. Υπενθυμίζεται ότι πριν από λίγους μήνες ανανεώθηκε και η συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, κάτι που η Αθήνα επιθυμεί να αξιοποιήσει στο έπακρο. Μία ημέρα αργότερα, στις 8 Ιανουαρίου, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα συναντηθεί με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον οποίο και θα συζητήσει για τη Συρία αλλά και για τη Λιβύη. Στην Αθήνα υπάρχει βούληση για στενότερη συνεργασία με τη Μόσχα. Ο κ. Πούτιν, στις πρωτοχρονιάτικες ευχές του προς τον κ. Μητσοτάκη, επισήμανε ότι «η Ρωσία προσβλέπει στη συνέχιση της συνεργασίας για την ενίσχυση των ρωσοελληνικών σχέσεων με βάση τις καλές παραδόσεις της φιλίας και της πνευματικής συγγένειας».Remaining Time-0:24FullscreenUnmute
Στην πραγματικότητα, η αύξηση της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο έχει ήδη αποτελέσει μείζονα εξέλιξη αλλαγής των ισορροπιών και, όπως ήδη φάνηκε στη Συρία, έως έναν βαθμό είναι αποδεκτή από τις ΗΠΑ ή τουλάχιστον από τον Λευκό Οίκο, όπως αυτός είναι σήμερα. Αν η Τουρκία κατορθώσει να αποκτήσει ρυθμιστικό ρόλο και στη Λιβύη, θα φανεί τους επόμενους μήνες. Ηδη, πάντως, η Γαλλία εμφανίζεται ιδιαίτερα δυναμική στην προσπάθειά της να έχει ρόλο στην περιοχή και να συνεργαστεί επ’ αυτού και με τη Ρωσία. Η Γαλλία αποτελεί έναν παράγοντα εξισορρόπησης και για την Ελλάδα. Πριν από τη συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμανουέλ Μακρόν, θα έχει πραγματοποιηθεί και η τριμερής Ελλάδας, Κυπριακής Δημοκρατίας και Αιγύπτου με τη στήριξη της Γαλλίας, κάτι που εκτείνεται πολύ ευρύτερα των ενεργειακών ζητημάτων.
Η δυνατότητα μόχλευσης των ΗΠΑ στην περιοχή δεν αναμένεται να αυξηθεί κατακόρυφα και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, καθώς μέχρι τον Νοέμβριο, και τις προεδρικές εκλογές, αναμένεται να επικρατήσει κλίμα ακραίας πόλωσης, με τον κ. Τραμπ να βρίσκεται στο επίκεντρο. Δεν είναι απλώς ο Λευκός Οίκος και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ που διαθέτουν αποκλίνουσες απόψεις για την ασκούμενη εξωτερική πολιτική, αλλά πλέον και το Κογκρέσο έχει ενεργό ρόλο στην εργαλειοποίηση αυτών των ζητημάτων και για λόγους που αφορούν την αμερικανική εσωτερική ατζέντα.
ΠΗΓΗ : Βασίλης Νέδος “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” . www.kathimerini.gr