του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ*
Ίσως ο μοναδικός τρόπος για να απαντηθούν τα ερωτήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες του χρόνου εξόδου της Ελλάδος , στις χρηματοπιστωτικές αγορές, εκτός των θεωρητικών προσεγγίσεων , είναι η σύγκριση με περιπτώσεις χωρών οι οποίες αναλογικά ευρίσκονται στο ίδιο οικονομικό και πολιτικό -κοινωνικό περιβάλλον με την χώρα μας. Βεβαίως με την επιφύλαξη των ιδιαιτεροτήτων και ιδιομορφιών κάθε χώρας αλλά και το momentum της κατάστασης στην οποία ευρίσκονται τόσο οι χρηματοπιστωτικές αγορές όσο και ο ειδικός χώρος στον οποίο ανήκει η χώρα.
Νομίζω ότι η περίπτωση της εξόδου της Πορτογαλίας συνάδει αρκετά καλά με τη δικιά μας περίπτωση , με την γενική παρατήρηση ότι οι ιδιομορφίες της ελληνικής περίπτωσης θα επιβαρύνουν κατά τι τις μελλοντικές εξελίξεις [ πολιτικό σύστημα, μικρότερες απώλειες στο ΑΕΠ, μικρότερα ελλείμματα (δημοσιονομικό και εξωτερικό ) άρα και μικρότερη δημοσιονομική προσαρμογή, κτλ].
Αυτό που έχει μεγάλη σημασία και για την ελληνική περίπτωση, είναι ότι η έξοδος της Πορτογαλίας από το Πρόγραμμα είχε προετοιμαστεί κατάλληλα πολύ πριν την εκπνοή του προγράμματος. Βασικές προϋποθέσεις : Η ανάκαμψη της οικονομίας ξεκίνησε το 4ο τρίμηνο του 2013, με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης σε όλα τα τρίμηνα έκτοτε και μέχρι σήμερα. Είχε επιτευχθεί η δημοσιονομική προσαρμογή και η επαναφορά της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας (σε όρους κόστους παραγωγής). Με αυτές τις προϋποθέσεις η Πορτογαλία βγήκε από το Πρόγραμμα το Μάιο του 2014 έχοντας ήδη αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την πρόσβασή της στις αγορές.
Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2012 κατάφερε να μετατρέψει ένα ομόλογο €3,76 δισ. που έληγε τον Σεπτέμβριο του 2013 (με απόδοση 3,1%) σε 3-ετές ομόλογο με λήξη τον Οκτώβριο του 2015 (με απόδοση 5,12%). Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια. Ακολούθως, τον Ιανουάριο του 2013, βγήκε στις χρηματοπιστωτικές αγορές για πρώτη φορά, αυξάνοντας το ποσό κατά €2,5 δισ. Προκειμένου να αναχρηματοδοτήσει ένα ομόλογο ύψους €6 δισ., που έληγε το 2017, με κόστος κάτω του 5%. Γενικότερα, το 2013, με δανεισμό €13,3 δισ., η Πορτογαλία κάλυψε τα 77% των χρεολυσίων και το 44% των χρηματοδοτικών αναγκών της, ενώ το 2014, με δανεισμό €13,4 δισ., κάλυψε το 100% των χρεολυσίων και το 49% των χρηματοδοτικών αναγκών. Σημειώνεται ότι ο δανεισμός αυτός πραγματοποιήθηκε με 10ετή ομόλογα με επιτόκια ελαφρώς πάνω από 6% το 2013 και με μέσο επιτόκιο κάτω του 4% το 2014. Αυτό, όμως, το οποίο, εδραίωσε πέραν πάσης αμφισβήτησης, την εικόνα μιας δημοσιονομικά πειθαρχημένης Πορτογαλίας στην αγορά κεφαλαίων, και βοήθησε ταυτόχρονα στη δραστική μείωση του επιτοκίου δανεισμού το 2014, ήταν το γεγονός ότι η Πορτογαλία βγήκε από το Πρόγραμμα έχοντας αποθεματοποιήσει ρευστά διαθέσιμα συνολικού ύψους €15,6 δισ. Το αποθεματικό αυτό ήταν αρκετά υψηλό, ώστε να καλύψει το εναπομείναν δημοσιονομικό έλλειμμα του 2014 μετά το πέρας του Προγράμματος (Μάιος 2014), και ολόκληρο το προσδοκώμενο δημοσιονομικό έλλειμμα του 2015.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και στην περίπτωση της Ιρλανδίας και κάτι ανάλογο θα πρέπει να συμβεί και στην περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό σημαίνει ότι , το πρωτογενές πλεόνασμα (πέραν του στόχου) που επιτεύχθηκε το 2016, και, ενδεχομένως, και τυχόν τα αντίστοιχα πλεονάσματα το 2017 και 2018, να οδηγηθούν σε αποθεματοποίηση . Αυτό είναι απαραίτητο σε μια προσπάθεια να κτισθούν αποθεματικά τα οποία θα διασφαλίσουν την πρόσβαση του ελληνικού δημοσίου στις αγορές σε σχετικώς ικανοποιητικά (βιώσιμα) επιτοκιακά επίπεδα. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η ανανέωση όλων των δανείων που λήγουν από εδώ και πέρα και, που ως επί το πλείστον βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια των ευρωπαίων εταίρων, θα γίνεται σε επιτόκια αγοράς που κατά κανόνα θα είναι υψηλότερα. Συνεπώς, είναι εκ των ουκ άνευ η πρόσβαση στις αγορές να γίνεται με όσο το δυνατόν χαμηλότερα επιτόκια.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017 αναγνωρίζει την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός σημαντικού αποθεματικού ρευστότητας ώστε να υποβοηθηθεί η έξοδος της χώρας στις αγορές. Και προς αυτή την κατεύθυνση, η απόφαση επισημαίνει τη δέσμευση των Ευρωπαίων όπως μέρος των μελλοντικών εκταμιεύσεων του Προγράμματος να κατευθύνονται στη δημιουργία ενός αποθεματικού ρευστότητας ικανού να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και έτσι να διευκολύνει την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές.
Ακόμη δεν έχουμε, στην περίπτωση της Ελλάδος , την οικονομία σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης , τουλάχιστον για τρία τρίμηνα , ούτε έχουμε ικανά ρευστά αποθέματα για να εξασφαλίσουμε την αναχρηματοδότηση των αναγκών μας τουλάχιστον για το 2018. Μία έξοδος στις αγορές για την αναχρηματοδότηση του ομολόγου (Σαμαρά –Βενιζέλου) που λήγει το 2019 με τη βοήθεια των ελληνικών τραπεζών και του κοινού ταμείου της Τραπέζης της Ελλάδος δεν θα ήταν ότι το καλύτερο. Δεν θα είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα δεδομένου ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές γνωρίζουν πολύ καλά τα συμβαίνοντα. Πιθανά θα εξυπηρετούσε εγχώριους εκλογικούς λόγους. Πάντως ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης Κλ. Ρέγκλινγκ , πολλές φορές έχει ομιλήσει για δοκιμαστική έξοδο προς το τέλος του χρόνου ή στις αρχές του επόμενου.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι πρέπει να τηρηθούν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις που συνάδουν με τη λογική των χρηματοπιστωτικών αγορών. Δυστυχώς αυτές βαρούν τα νταούλια και εμείς χορεύουμε στο ρυθμό τους.
*Ο Κώστας Ι. Μελάς είναι διδάκτορας (Ph.D) του τμήματος Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στα Διεθνή Νομισματικά. Τίτλος της Διδακτορικής Διατριβής: “Συναλλαγματικές Εξελίξεις στην Ελλάδα 1974-1985”. Κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου (M.Sc.) του Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης του ιδίου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στο Διεθνές και Διαπεριφερειακό Εμπόριο. Τίτλος της Μεταπτυχιακής Διατριβής: “Θεωρίες Διεθνούς και Διαπεριφερειακού Εμπορίου”. Πτυχιούχος της Σχολής Οικονομίας και Εμπορίου του Πανεπιστημίου Φλωρεντίας (Ιταλίας), με ειδίκευση στην Αγροτική Οικονομική Ανάπτυξη. Τίτλος Πτυχιακής Διατριβής: “Vicende e condizioni dell’ agricoltura greca”. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο από το 1990. Έχει διδάξει στο Τμήμα Πολιτικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου τα μαθήματα “Μακροοικονομία” και “Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις” (1990-1993). Επίσης έχει διδάξει στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά τα μαθήματα “Νομισματική Θεωρία και Πολιτική”, “Θεωρία Οικονομικής Πολιτικής”, “Παγκοσμιοποίηση και Διεθνής Ανταγωνισμός” και “Ειδικά Θέματα Μακροοικονομίας” (1997-2009). Επίσης διδάσκει στο Μεταπτυχιακό του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου τα μαθήματα “Παγκοσμιοποίηση της Οικονομίας” και “Διεθνής Χρηματοοικονομική” (2001-σήμερα). Εργάσθηκε ως Σύμβουλος Διοίκησης της Εμπορικής Τραπέζης. Την περίοδο 1996-2005 διετέλεσε Διευθυντής του Επιμορφωτικού Τραπεζικού Ινστιτούτου της ίδιας τράπεζας, διδάσκοντας παράλληλα τα μαθήματα: “Διεθνής Τραπεζική”, “Τραπεζική Χρηματοοικονομική Διοικητική” και “Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις”. Έχει διδάξει επίσης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του University at Urbana, Derivates και Bank Management. Είναι Πρόεδρος του Ομίλου Πολιτικού και Οικονομικού Προβληματισμού. Έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό ερευνητικών εργασιών και άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά και σε πρακτικά συνεδρίων, ενώ έχει επιμεληθεί μεγάλο αριθμό βιβλίων.