Την εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στις ακτές του Αργοσαρωνικού και της Αττικής έδωσε ο Δημήτρης Κουρέτας, καθηγητής και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Τοξικολογίας, μιλώντας στον ΑΝΤ1, όπου εξήγησε τις επιπτώσεις του φαινομένου στη φύση και τον άνθρωπο.
Όπως εξήγησε ο καθηγητής, «είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζουμε τέτοια ρύπανση κοντά σε κατοικημένη περιοχή. Είναι διαφορετικό από ό,τι στο πέλαγος».
Το βασικότερο ζήτημα, πέραν της ενημέρωσης των πολιτών, είναι η εξ αρχής αντιμετώπιση της μόλυνσης, κάτι που δεν έγινε, όπως ο ίδιος κατήγγειλε.
Ο Δ.Κουρέτας εξήγησε τη διαδικασία που ακολουθείται σε αυτές τις περιπτώσεις, πρώτη κίνηση για τις οποίες είναι να ληφθούν μέτρα τις πρώτες μέρες, αφού στη συνέχεια «περίπου το 20% του πετρελαίου κάθεται στον πυθμένα της θάλασσας».
«Έπρεπε να ζητηθεί η βοήθεια ειδικών εξ αρχής, κάτι που άργησε να γίνει», συμπλήρωσε ο ίδιος, σημειώνοντας πως «τέτοιου είδους φαινόμενα χρειάζονται 3 μήνες μετρήσεων, για να παρακολουθήσουμε τι γίνεται», ενώ όπως διευκρίνισε, «για να επανέλθει το σύστημα στην πρότερη κατάσταση θα χρειαστούν δύο χρόνια».
Έφερε μάλιστα το παράδειγμα της διαρροής που είχε γίνει στον Ευβοϊκό Κόλπο, η οποία ήταν μικρότερης έκτασης και χρειάστηκε 1,5 με 2 χρόνια για την επαναφορά.
Ερωτηθείς ποιες είναι οι συνέπειες της κολύμβησης σε μολυσμένα νερά, τόνισε ότι το πιο επικίνδυνο στάδιο είναι η ώρα της επαφής, ακόμα και με το περπάτημα, «γιατί υπάρχει εξάτμιση, που μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε άτομα με αναπνευστικά προβλήματα ή εγκύους».
Τόνισε, επίσης, το ζήτημα των ψαριών που κινούνται στις μολυσμένες περιοχές, σημειώνοντας πως έπρεπε να είχε υπάρξει πρόβλεψη και ενημέρωση των καταναλωτών.
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Τοξικολογίας, επιπλέον, κατήγγειλε πως παρά το ότι ο Οργανισμός συμμετέχει στο Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων της Κομισιόν και εκλήθη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκτιμήσει την κατάσταση, κάτι τέτοιο δεν έγινε από ελληνικής πλευράς, παρά το ότι έχει σταλεί και σχετικό έγγραφο στη Βουλή, τόνισε πως δεν έχει ζητηθεί βοήθεια από τη χώρα.Την εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στις ακτές του Αργοσαρωνικού και της Αττικής έδωσε ο Δημήτρης Κουρέτας, καθηγητής και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Τοξικολογίας, μιλώντας στον ΑΝΤ1, όπου εξήγησε τις επιπτώσεις του φαινομένου στη φύση και τον άνθρωπο.
Όπως εξήγησε ο καθηγητής, «είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζουμε τέτοια ρύπανση κοντά σε κατοικημένη περιοχή. Είναι διαφορετικό από ό,τι στο πέλαγος».
Το βασικότερο ζήτημα, πέραν της ενημέρωσης των πολιτών, είναι η εξ αρχής αντιμετώπιση της μόλυνσης, κάτι που δεν έγινε, όπως ο ίδιος κατήγγειλε.
Ο Δ.Κουρέτας εξήγησε τη διαδικασία που ακολουθείται σε αυτές τις περιπτώσεις, πρώτη κίνηση για τις οποίες είναι να ληφθούν μέτρα τις πρώτες μέρες, αφού στη συνέχεια «περίπου το 20% του πετρελαίου κάθεται στον πυθμένα της θάλασσας».
«Έπρεπε να ζητηθεί η βοήθεια ειδικών εξ αρχής, κάτι που άργησε να γίνει», συμπλήρωσε ο ίδιος, σημειώνοντας πως «τέτοιου είδους φαινόμενα χρειάζονται 3 μήνες μετρήσεων, για να παρακολουθήσουμε τι γίνεται», ενώ όπως διευκρίνισε, «για να επανέλθει το σύστημα στην πρότερη κατάσταση θα χρειαστούν δύο χρόνια».
Έφερε μάλιστα το παράδειγμα της διαρροής που είχε γίνει στον Ευβοϊκό Κόλπο, η οποία ήταν μικρότερης έκτασης και χρειάστηκε 1,5 με 2 χρόνια για την επαναφορά.
Ερωτηθείς ποιες είναι οι συνέπειες της κολύμβησης σε μολυσμένα νερά, τόνισε ότι το πιο επικίνδυνο στάδιο είναι η ώρα της επαφής, ακόμα και με το περπάτημα, «γιατί υπάρχει εξάτμιση, που μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε άτομα με αναπνευστικά προβλήματα ή εγκύους».
Τόνισε, επίσης, το ζήτημα των ψαριών που κινούνται στις μολυσμένες περιοχές, σημειώνοντας πως έπρεπε να είχε υπάρξει πρόβλεψη και ενημέρωση των καταναλωτών.
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Τοξικολογίας, επιπλέον, κατήγγειλε πως παρά το ότι ο Οργανισμός συμμετέχει στο Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων της Κομισιόν και εκλήθη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκτιμήσει την κατάσταση, κάτι τέτοιο δεν έγινε από ελληνικής πλευράς, παρά το ότι έχει σταλεί και σχετικό έγγραφο στη Βουλή, τόνισε πως δεν έχει ζητηθεί βοήθεια