του Νίκου Βατόπουλου (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)*
Υπήρχαν εποχές που Αθηναίοι νοίκιαζαν σπίτια για την καλοκαιρινή σεζόν. Τρεις μήνες, όσο τα σχολεία έμεναν κλειστά, μικρά και μεγάλα σπίτια στη Βούλα, στη Γλυφάδα και αλλού, φιλοξενούσαν οικογένειες, συχνά με τρεις γενιές μέσα, ή ένα ζευγάρι με μικρά παιδιά που χαίρονταν ποδηλατάδα σε άδειους δρόμους, πολλά παγωτά και καλοκαιρινά σινεμά. Απλή ζωή, ελληνική, μεσογειακή. Το πρωί βουτιές και το απόγευμα πάλι, μετά την υποχρεωτική και ενίοτε βασανιστική για τα παιδιά σιέστα. Τα πάντα άνοιγαν στη ζέστη του καλοκαιριού σαν τα κουκουνάρια των πολλών πεύκων και ρουφούσαν χυμούς, ευωδιές, αρμύρα. Μύριζαν το μεσημέρι οι δρόμοι τηγανητές μελιτζάνες και γεμιστά, οι ντοματοσαλάτες ήθελαν φρέσκο ψωμί και καλή παρέα.
Βλέπω το σπίτι στην οδό Κύπρου 9 στη Γλυφάδα, απομεινάρι εκείνων των καλοκαιριών που χάθηκαν μαζί με τον 20ό αιώνα. Δεν ξέρω αν υπάρχει η συκιά, θεόρατη, που φυτεμένη στο διπλανό οικόπεδο άπλωνε τα κλαριά της στην εξωτερική σκάλα που ανέβαζε στον όροφο. Από τα παράθυρα πάνω έβλεπες το ταρατσάκι και τον ανεμοδείκτη στον πυργίσκο του διπλανού σπιτιού, που έχει γκρεμιστεί και τώρα είναι εστιατόριο. Στη θάλασσα κατηφόριζες σε δέκα λεπτά, το δημαρχείο της Γλυφάδας ήταν έμβλημα και τα Δικηγορικά με τις βίλες απλώνονταν παραλιακά.
Αλλά αυτό το σπίτι, όπως πολλά στην περιοχή, ήταν απλό. Θέρμανση δεν είχε. Ηταν σπίτι για «σεζόν». Ηταν σπίτι για ελληνικό καλοκαίρι, με καρπούζι το βράδυ στην αυλή με το κουλουριασμένο λάστιχο δίπλα στις γλάστρες με βασιλικό, γεράνια, σπαράγγια, αγιόκλημα και χιώτικο γιασεμί. Στο πεζοδρόμιο της οδού Κύπρου είχε πολλά δειλινά με κίτρινα και φούξια ανθάκια, είχε και ελιές και μια μικρή, καινούργια πολυκατοικία, στη γωνία με τη Σάκη Καράγιωργα, που τότε λεγόταν Καραπάνου (προς τιμήν του ιδρυτή της Γλυφάδας).
Η άχαρη αυτή πολυκατοικία, όταν πέρασα πρόσφατα, ήταν κλειστή και φαινόταν ότι είτε θα κατεδαφιστεί είτε θα ανασκευαστεί. Και κατά μήκος της Σάκη Καράγιωργα, εκεί όπου είναι πλέον σειρά οι πολυκατοικίες με τα ωραία διαμερίσματα, θα δείτε τις αυλόπορτες με την κόκκινη πέτρα του Υμηττού, απομεινάρια των μεγάλων μονοκατοικιών που έδιναν εκείνον τον αέρα τον οικείο, τον φιλήσυχο, με την αύρα ενός ατέλειωτου καλοκαιριού.
Πίσω από το παράθυρό της, στο ισόγειο δωμάτιο που κρατούσε ακόμη, στην Κύπρου 9, έβλεπε κανείς εκείνα τα χρόνια την κυρία Τζούλια, την παλιά αρχόντισσα της Κέρκυρας. Σε φίλευε κουλουράκια που φύλαγε μέσα σε σιδερένιο κουτί, είχε τα μαλλιά της πλούσια μαζεμένα σε λευκό κότσο και τα παιδιά αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι η καλλονή του 1900 που πόζαρε σε φωτογραφίες κρεμασμένες σε οβάλ κορνίζες στον τοίχο ήταν το ίδιο πρόσωπο με την ηλικιωμένη κυρία.
Περνούσαν σαν γιορτή τα καλοκαίρια σε εκείνα τα σπίτια, εκείνα τα χρόνια. Υπήρχε ελευθερία. Το ελληνικό καλοκαίρι ήταν η ίδια η ελευθερία, με τα ηλιοκαμένα σώματα ημίγυμνα, με τα πόδια σε πέδιλα και σαγιονάρες, με το λάστιχο να καταβρέχει τα πάντα, με τα καινούργια αναψυκτικά στα θερινά σινεμά που έπαιζαν παλιό Χόλιγουντ, ιταλικές κωμωδίες και ελληνικές ταινίες. Ηταν αυτά τα σπίτια, που νοίκιαζαν για τρεις μήνες, σαν καράβια αραγμένα στη στεριά, γεμάτα όνειρα, συζητήσεις, τσακωμούς, φλερτ και αργόσυρτες συζητήσεις σε μισοφωτισμένες αυλές τα βράδια, με τη μυρωδιά του κατόλ που σιγόκαιε. Τα καλοκαίρια εκείνα δεν τελείωναν γρήγορα… Ηταν μια ολόκληρη εποχή που πέρασε, κάποια σπίτια έμειναν, όπως αυτό στην Κύπρου αριθμός 9.