Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να καταγράψουμε τις αληθινές διαφορές ανάμεσα στη στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη και τον Αλέξη Τσίπρα ή μάλλον να εστιάσουμε σε κάποια σημεία που υποτίθεται πως διαφοροποιούν το κόμμα της Κεντροδεξιάς από εκείνο του κόμματος της Αριστεράς.
Του Γιάννη Μπρεκουλάκη, Δρ Μηχανικού, επιχειρηματία, υποψηφίου με τη ΝΔ Φθιώτιδας
Με δεδομένη την υποχρέωση της νέας κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις επιταγές του 3ου μνημονίου Τσίπρα-Καμμένου και των Ευρωπαίων εταίρων μιας και είναι ειλημμένη η απόφαση από το σύνολο σχεδόν του δημοκρατικού τόξου –τώρα πια και του ΣΥΡΙΖΑ– η Ελλάδα να παραμείνει στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. πάση θυσία, οι διαφορές που θα μπορούσαν να υπάρξουν στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής περιορίζονται σημαντικά.
Ο Αλέξης Τσίπρας, θέλοντας προφανώς να «χαϊδέψει» τα αυτιά των Συριζιωτών μετά το πατατράκ των διαπραγματεύσεων, την ανώμαλη προσγείωση στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα και την αποχώρηση πλήθους στελεχών του με τη δημιουργία νέου αντιμνημονιακού κόμματος από τα σπλάχνα του δικού του, επιχειρεί να παρουσιάσει στους ‘Ελληνες ψηφοφόρους ένα παράλληλο πρόγραμμα.
Φιλοδοξία του λέει πως είναι να πατάξει τη διαφθορά και τη διαπλοκή, που πολιτικά εκπροσωπούνται από τη Νέα Δημοκρατία και τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Θέλοντας, μάλιστα, να δώσει έμφαση στην πλήρη αντιπαλότητά του σε ό,τι πρεσβεύει ο μεγάλος του αντίπαλος, από τη μια πλευρά υποστηρίζει πως εάν συνεργαζόταν μετεκλογικά με το πρώην κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα επρόκειτο για μια παρά φύση (μη φυσιολογική) συνεργασία –κάτι που επανέλαβε στο χθεσινό debate των δύο πολιτικών αρχηγών– και από την άλλη, αναφέρεται στη μάχη ανάμεσα στο παλιό και στο νέο.
Με λίγα λόγια, με δύο κουβέντες ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ θέλησε να στοχοποιήσει τη Νέα Δημοκρατία, να την απαξιώσει και να τραβήξει μια τεράστια διαχωριστική γραμμή από αυτήν.
Η Νέα Δημοκρατία, λοιπόν, εκφράζει το παλιό, το διεφθαρμένο, τη διαπλοκή και τις πελατειακές σχέσεις σχεδόν, κατά τον κ. Τσίπρα αποκλειστικά.
Αν δεν καταγινόταν με ιδεοληψίες και άστοχες κατηγοριοποιήσεις ο πρώην πρωθυπουργός –ο οποίος δεν προώθησε ούτε έναν νόμο για τη διαφάνεια ή τη διαπλοκή στους έξι μήνες της διακυβέρνησής του– θα αντιλαμβανόταν πως είναι μάλλον παιδαριώδες να βάζεις σε ένα τσουβάλι, και να το πετάς στον κάλαθο των αχρήστων, ένα ευρωπαϊκό κόμμα, το οποίο μάλιστα έφερε τη Δημοκρατία στην Ελλάδα και την οδήγησε στην καρδιά της Ευρώπης, μέσω της ένταξής της στην τότε ΕΟΚ. Είναι το ίδιο κόμμα που ανέδειξε μια μεγάλης εμβέλειας προσωπικότητα, αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Είναι αυτό που κράτησε τη χώρα όρθια και στον πυρήνα των προοδευμένων χωρών, παρά τα λάθη της και τη συμβολή του, στο πλαίσιο ενός άγριου δικομματικού ανταγωνισμού, στη διαμόρφωση ενός αδιαφανούς, γραφειοκρατικού και πελατειακού κράτους. Είναι παράλληλα το κόμμα που εκσυγχρονίζεται, που προωθεί νεότερους νόμους διαφάνειας και αξιοκρατίας.
Είναι άλλο πράγμα να λες πως κάποια στελέχη ενός κόμματος εκπροσωπούν το παλιό και άλλο ένα ένα ολόκληρο κόμμα.
Με την ίδια λογική, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί το παλιό μια και στελέχη του (πρώην και νυν), όπως ο κ. Λαφαζάνης, να υπερασπίζονται τον παλαιομοδίτικο κρατισμό, τον δημοσιοϋπαλληλισμό και τον άκριτο και «ακράτητο» συνδικαλισμό με τους εργατοπατέρες και τις παράλογες και σωματειακές διεκδικήσεις που υποθηκεύουν την ελληνική οικονομία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί το ξεπερασμένο, μια και πολλά μέλη του οραματίζονται τη δραχμή (ή οραματίζονταν και δεν τα… απέβαλε), τον «μαραμένο» κομμουνισμό (με τις κομμουνιστικές του συνιστώσες) και τη συνεργασία με τη Ρωσία και την Κίνα, που στο μυαλό τους έχουν καταγραφεί ως εσαεί φιλοελληνικές και αριστερές χώρες.
Είναι ένα κόμμα αντιπαραγωγικό –κάτι που αποδείχθηκε το προηγούμενο επτάμηνο– μιας και εμμένει στην μονολιθική αντίληψή του πως ο ιδιωτικός τομέας είναι προκαταβολικά ένοχος διαπλοκής και πως δεν πρέπει να απολύεται κανείς εργαζόμενος, έστω κι αν δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό (αντί να συμβάλλει στην ανάπτυξη και στην απορρόφηση των απολυμένων).
Άστοχη, λοιπόν, η επιμονή του κ. Τσίπρα να ταυτίζει τη Νέα Δημοκρατία με το παλιό, αντί να εστιάζει στα σημεία αιχμής που θα μπορούσαν να συμπαρασύρουν όλα τα ελληνικά κόμματα σε μια προσπάθεια συνολικής ανανέωσης και του πολιτικού τους λόγου και των στελεχών τους.
Η ανάδειξη υπουργών ή στελεχών του κρατικού μηχανισμού από τα… βάθη του κομματικού σωλήνα αποτελεί πληγή για όλο το πολιτικό σύστημα, μη εξαιρουμένης της Νέας Δημοκρατίας.
Θα ήταν άθλος αν συμφωνούσε ο πρώην πρωθυπουργός σε ένα μίνιμουμ σχέδιο εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους, το οποίο θα βασιζόταν, πρώτα απ’ όλα στην αξιοκρατία και στην ανάδειξη θεσμών που θα λειτουργούν ανεξάρτητα από το κόμμα και τους μηχανισμούς του, ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις ή τις εκλογικές αναμετρήσεις.
Μήπως ο κ. Τσίπρας δεν χρησιμοποίησε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και στο κράτος για να κρατήσει τις ισορροπίες στο εσωτερικό του κόμματος-σούπερ μάρκετ, του οποίου ηγείτο και τα οποία ζημίωσαν πολλαπλώς τη χώρα και την ελληνική οικονομία;
Έχει καταλάβει άραγε, πως θα πρέπει, επιτέλους, συμφωνώντας και με τη ΝΔ, να «επιστρατεύσει» επιτυχημένους επαγγελματίες, ανθρώπους που αναπτύσσουν δράση στον ιδιωτικό τομέα και που προφανώς δεν έχουν οικονομικές βλέψεις, προκειμένου να τους εντάξει στον στρατηγικό του σχεδιασμό για τον αναπροσανατολισμό και την αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας;
Οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου πρέπει να αναδείξουν τον νηφάλιο και ώριμο πολιτικό λόγο και να επιβάλλουν τη συναίνεση και την αξιοκρατία.
Η Νέα Δημοκρατία μπορεί, ο ΣΥΡΙΖΑ;