των ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΗΛΙΩΝΗ* , ΙΩΑΝΝΗ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗ**
Σήμερα ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδας αποτελεί μια δυναμική και κερδοφόρα επιχείρηση της οποίας το 40% ανήκει στην Deutsche Telekom και το 10% στο Ελληνικό Δημόσιο. Τα αλλεπάλληλα προγράμματα εθελούσιας εξόδου του προσωπικού από το 2005 και μετά, η συγχώνευση της εταιρίας με την COSMOTE και η αλλαγή του εμπορικού σήματος της εταιρίας κατά τα πρότυπα της T-Mobile International του μητρικού Ομίλου και σύμφωνα με τις επιταγές της αγοράς σηματοδοτούν μιαν άλλη περίοδο για τον Οργανισμό.
Η δυναμική αυτή επιβεβαιώνεται και από το ενδιαφέρον της μητρικής εταιρίας για το επιπλέον 6% των μετοχών του Οργανισμού, κάτι που πρέπει με κάθε τρόπο να αποτραπεί καθώς θα μετέβαλλε στρατηγικούς συσχετισμούς. Σε μια δύσκολη εποχή που το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη προς όφελος της οικονομίας του τόπου μας, οι αλλαγές οι οποίες γίνονται θα πρέπει να επενδύουν στους εργαζομένους και να συμβάλλουν στην προσπάθεια αξιοποίησης των δυνατοτήτων που παρουσιάζονται στην ελληνική – και όχι μόνο – αγορά.
H κατάργηση των δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι προτάσεις για ευέλικτες μορφές απασχόλησης και για περαιτέρω μισθολογική υποβάθμιση ως αντιστάθμισμα της μη επίτευξης στόχων της τελευταίας εθελουσίας, ο διαχωρισμός του προσωπικού του Οργανισμού σε προσωπικό πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, σε προσωπικό εντός και εκτός κανονισμού, η διεύρυνση των ανισοτήτων και η απουσία career path απαξιώνουν το προσωπικό στο σύνολό του και παραπέμπουν σε ανάπτυξη με πρότυπα του παρελθόντος.
Η κατάχρηση του αξιολογίου οδήγησε για πρώτη φορά σε στοχευμένες απολύσεις (συνολικά εννέα -9- ατόμων με βάση το Άρθρο 13 του Κανονισμού Προσωπικού). Μεταξύ αυτών και ατόμων αυξημένων προσόντων. Καταχρηστικές διαδικασίες και μη ένταξη προσωπικού στους αντίστοιχους κλάδους με βάση τα κατά τεκμήριο προσόντα τους (όπως υπαλλήλων με μεταπτυχιακά και προϋπηρεσία στον κλάδο του εξειδικευμένου προσωπικού) δεν συνάδουν με αξιοκρατική αντιμετώπιση και θα αποβούν μακροπρόθεσμα σε βάρος του Οργανισμού. Η μεγαλύτερη τηλεπικοινωνιακή εταιρία της χώρας δείχνει να μην μπορεί να εκμεταλλευτεί την προστιθέμενη αξία των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών από ελληνικά και από ξένα πανεπιστήμια και να διαχωρίζει τους υπαλλήλους του σε παλιούς και νέους εξαιτίας ελλειμμάτων στις διαδικασίες της. Ένας λόγος παραπάνω δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο τη στιγμή που οι νέες τεχνολογίες και υπηρεσίες απαιτούν την εμπειρία παλαιότερων συναδέλφων καθώς και την πρόσληψη με αξιοκρατικές διαδικασίες νέων συναδέλφων σύμφωνα με ένα ανταγωνιστικό business plan.
Σήμερα ο τηλεπικοινωνιακός σχεδιασμός τείνει να γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο λαμβάνοντας υπόψη οικονομίες κλίμακας. Ομάδες εργασίας καλούνται να υλοποιήσουν και να εξυπηρετήσουν τεχνολογικές λύσεις οι οποίες υπερβαίνουν τα στενά εθνικά όρια. Η εσωστρέφεια, ο διαχωρισμός του προσωπικού και η λογιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων οδηγούν σε συρρίκνωση και είναι μακροπρόθεσμα επικίνδυνα. Η τεχνολογία – από τη φύση της – καθιστά δυνατή την απομακρυσμένη διαχείριση των προσφερόμενων υπηρεσιών αρκεί το κόστος του προσωπικού να είναι ανταγωνιστικό και οι ικανότητές του επαρκείς.
Σε αυτό το νέο καθεστώς δε μπορεί κανείς να αγνοήσει τις εργολαβίες οι οποίες επιτακτικά μπαίνουν από τη Διοίκηση του Οργανισμού, καλύπτοντας με αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο τις ελλείψεις σε προσωπικό.
Ο Οργανισμός θα πρέπει να διεκδικήσει τη θέση που του αξίζει σε ένα δύσκολο περιβάλλον με ανοιχτό μυαλό και γνώμονα την εμπειρία και την ικανότητα του προσωπικού του προσφέροντας ίσες ευκαιρίες σε νέους επιστήμονες, σεβόμενος την αξιοκρατία, χωρίς παρωπίδες και συμπλέγματα.
*Ο Σταύρος Μηλιώνης είναι Πρόεδρος ΕΕΤΕ ΟΤΕ
Ο Ιωάννης Στεφανάκης, είναι Δρ. μηχανικός ΟΤΕ