Μια ημέρα μετά το Eurogroup που έφερε νέα «προαπαιτούμενα» για την Ελλάδα κι ενώ ενώ η επιδίωξη πολιτικής λύσης θεωρείται μονόδρομος, το Μαξίμου επιχειρεί να διαχειρισθεί επικοινωνιακά τις “εντυπώσεις” και τους πολιτικούς κραδασμούς. Σύσσωμος ο ξένος Τύπος ασχολείται με το παρασκήνιο και τα συμπεράσματα της τελευταίας συνόδου των υπουργών Οικονομικών. Πολιτικοί σχολιαστές και οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν την αναγκαιότητα ρύθμισης του χρέους. Επιμένει στις θέσεις του ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επαναμβάνοντας σήερα σε δηλώσεις του ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται ελάφρυνση χρέους.
Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται τώρα στη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για τη διαμόρφωση του πακέτου “προληπτικών” μέτρων, που θα εφαρμοσθούν αν δεν επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι το 2018. Στις Βρυξέλλες επικρατεί σκεπτικισμός, καθώς εκτιμάται ότι είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία για πρόσθετα μέτρα, δεδομένου μάλιστα ότι η ελληνική κυβέρνηση αμφισβητεί τη χρησιμότητα τους, ενώ και οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί δεν τα θεωρούν απολύτως αναγκαία.
Οι εκπρόσωποι των Θεσμών επιστρέφουν σήμερα στην Αθήνα και σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές θα προσαθήσουν μέχρι την Τετάρτη να βρουν τη φόρμουλα που θα κάνει νομικά και πολιτικά δυνατή τη συμφωνία για μέτρα 3,6 δισ. που θα εφαρμοστούν μόνο αν το πρωτογενές πλεόνασμα είναι μικρότερο του 3,5% το 2018.
Σύμφωνα με πηγές προσκείμενες στην ευρωζώνη, τα κράτη-μέλη ζήτησαν από την Ελλάδα να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για εφεδρικά μέτρα, οι οποίες θα είναι αξιόπιστες και θα έχουν στοιχεία αυτοματισμού. Ανάλογες διαδικασίες έχουν ήδη ισχύσει στην περίπτωση της Ιταλίας. Οι ίδιες πηγές ανέφεραν πως είναι υπό συζήτηση το ποιος θα έχει την τελική ευθύνη για την ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού.
Το βέβαιο πάντως είναι πως τα στοιχεία που θα χρησιμοποιηθούν θα είναι της Eurostat, ενώ μία ιδέα είναι να γίνει το πρώτο τεστ, σ’ ένα χρόνο από τώρα, όταν θα δημοσιευθούν τα στοιχεία της Eurostat για το 2016.
Η άποψη που επικρατεί στις Βρυξέλλες είναι ότι εάν επιτευχθεί συμφωνία θα είναι επωφελής για την Ελλάδα. Πρώτ’ απ’ όλα, αναφέρουν πηγές, θα ξεκλειδώσει άμεσα η εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου.
Η πρώτη δόση η οποία προβλεπόταν να καταληθεί το περασμένο φθινόπωρο – όταν έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση – ήταν 5,4 δισ. ευρώ. Στις Βρυξέλλες θεωρούν λογική και ρεαλιστική την απίτηση της ελληνικής κυβέρνησης να αυξηθεί το ποσό, καθώς μετά από οκτώ μήνες καθυστερήσεων οι ανάγκες της χώρας είναι μεγαλύτερες.
Αντιρρήσεις μπορεί να υπάρχουν από την πλευρά του ΔΝΤ. Ομως, εάν το Ταμείο ικανοποηθεί στις απαιτήσεις για πρόσθετα μέτρα και έναρξη συζητήσεων για το χρέος, θα προχωρήσει στην εκταμίευση του ποσού που του αναλογεί στην πρώτη δόση.
Με αυτά τα χρήματα, οι ίδιες πηγές, εκτιμούν πως η Ελλάδα όχι μόνο θα εξυπηρετήσει τις τρέχουσες δανειακές υποχρεώσεις της αλλά το Δημόσιο θα αποπληρώσει και μεγάλο μέρος των ανεξόφλητων οφειλών του προς τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό θα αναζωογονήσει την αγορά, αλλάζοντας το οικονομικό κλίμα.
Τέλος, ως μεγάλο όφελος για την Ελλάδα παρουσιάζεται η έναρξη της συζήτησης για το χρέος. Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Αθηναϊκό Πρακτορείο ακόμα και αν δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ποιες αποφάσεις θα ληφθούν τώρα, ποιες πριν το τέλος του προγράμματος και ποιες όταν θα υπάρχει το «πραγματικό πρόβλημα», δηλαδή το 2023, η ευρωζώνη έχει ως στόχο με αυτήν τη συζήτηση να «δημιουργήσει» το απαραίτητο περιβάλλον «ασφάλειας» για τους επενδυτές. «Απλά πρέπει να γίνει αυτή η συζήτηση σε φάσεις έτσι ώστε να διατηρείται ένα επίπεδο πίεσης προς την ελληνική πλευρά» σημειώνει η ίδια πηγή.