Τα μεγάλα προβλήματα της χώρας που αναδείχθηκαν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της μνημονιακής λαίλαπας δεν λύνονται παρά τις εναλλαγές των κομμάτων στην εξουσία, επειδή το πολιτικό προσωπικό της χώρας αποδεικνύεται εξοργιστικά λίγο ή επειδή, ενσωματωμένο πλήρως σε ένα δομημένο «έντεχνα» άναρχα κράτος –για να εξυπηρετεί συγκεκριμένα παρασιτικά κυκλώματα κι συμφέροντα– δεν θέλει να τα λύσει.
Του Γεωργίου Παπασίμου, δικηγόρου, μέλους Πολιτικής Γραμματείας του «ΠΡΑΤΤΩ» (site: http://www.gpapasimos.gr/ Twitter: @PapasimosG)
Και δεν είναι μόνο θέμα ιδεών και ιδεολογίας, που κι εδώ υπάρχει τεράστιο έλλειμμα, αλλά και θέμα απλής λογικής. Στη χώρα αυτή, που λειτούργησε από τη Μεταπολίτευση πάνω σε ένα στρεβλό κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο, τα αυτονόητα βαπτίζονται ουτοπία και δεν επιχειρούνται.
Οι διαπιστώσεις όμως αυτές αν και βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη και απασχολούν στην ουσία όλους τους Έλληνες και τη χώρα, δεν «ξεσηκώνουν», δεν κινητοποιούν όλους αυτούς που με κάθε τρόπο απέφυγαν να ενσωματωθούν στη λογική και την κλεπτοκρατική αντίληψη που διέπει τις λειτουργίες του κράτους.
Είναι περίεργο, πώς γίνεται όλες αυτές οι δυνάμεις, που βρίσκονται έξω από το εξουσιαστικό πλαίσιο που κρίνουν αυστηρά το σημερινό πολιτικοοικονομικό ασφυκτικό τοπίο, που αναπαράγει τα ίδια λάθη, να μην μπορούν να βρουν μια κοινή συνισταμένη, έναν κοινό τρόπο έκφρασης.
Η αλήθεια είναι πως, επιτέλους, αρχίζουν άπαντες να αντιλαμβάνονται πως στη χώρα αυτή δεν έχουν τακτοποιηθεί από τα πιο απλά έως τα πλέον πολύπλοκα ζητήματα λειτουργίας του κράτους, που παραμένει αφερέγγυο, βαθιά αυταρχικό και μεροληπτικά ταξικό.
Όμως, πόσο αληθινά ρεαλιστικά και ουσιαστικά είναι όσα «επινοούν» στους λόγους τους οι πολιτικοί αρχηγοί και αναπαραγάγουν «μαϊμουδίζοντας» τα στελέχη των κομμάτων; Όλοι για «δομικές μεταρρυθμίσεις» μιλούν, αλλά τις εννοούν ως μια συνέχεια αυτού που υπάρχει, ή ως μια «οντότητα» που δεν μπορεί να πάρει σάρκα και οστά.
Δεν λένε ποτέ με τρόπο ξεκάθαρο, δεν εξηγούν τι εννοούν λέγοντας «δομικές μεταρρυθμίσεις», δεν τις απαριθμούν.
Συμβαίνει ό,τι με τη γραφειοκρατία και τη διαπλοκή, στις οποίες όλοι αναφέρονται και επιτίθενται… αλλά μόνο στα λόγια, καθιστώντας τες χωρίς περιεχόμενο: όλα αποκτούν τη σημασία που τους δίνεις και αποκτούν σημασία όταν τα εντάσσεις σε συγκεκριμένο πλαίσιο, απαντώντας διαρκώς στο ερώτημα προς με ποιο στόχο τις υλοποιείς, προς όφελος ποίων.
Οι λέξεις που επαναλαμβάνονται, χάνουν την αξία τους. Γίνονται ένα άδειο σακί και με άδεια σακιά δεν φτιάχνεις γερά θεμέλια, πόσο μάλλον δεν κτίζεις πολυκατοικία (ένα κράτος).
Το παιχνίδι των λέξεων –με τη βοήθεια εταιριών επικοινωνίας και συμβούλων – το γνωρίζουν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί και το εξαργύρωναν σε ψήφους, όμως η ρευστότητα του εκλογικού σώματος και τα υπερδιογκωμένα δομικά προβλήματα του ελληνικού κράτους, δεν επιτρέπουν πια αλαζονεία και εξαπάτηση.
Ο Κώστας Σημίτης (πρωθυπουργός της χώρας 1996-2000) μίλησε για «εκσυγχρονισμό» και κατέληξε να αποκαλείται ο «αρχιερέας της διαπλοκής».
Ο Κώστας Καραμανλής (2004-2009) μίλησε για τους «νταβατζήδες» της διαπλοκής («δεν θα αφήσω πέντε νταβατζήδες και πέντε άλλα κέντρα να χειραγωγήσουν την πολιτική ζωή του τόπου») και ενσωμάτωσε στον λόγο του το «σεμνά και ταπεινά» ως μοντέλο άσκηση της εξουσίας, πριν πνιγεί στα σκάνδαλα Siemens, Βατοπέδι, υποκλοπές.
Ο Γιώργος Παπανδρέου (2009-2011) φώναζε, πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, πως πρέπει επιτέλους να αναρριχούνται «οι άριστοι και όχι οι αρεστοί» και επέμενε στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση, απαντώντας με σαφήνεια στο ζητούμενο, για μια αποτελεσματική και δημοκρατική κρατική μηχανή, που παραμένει για την Ελλάδα 50 χρόνια μετά «όνειρο θερινής νυκτός», πλην όμως άφησε πίσω του «μνημονιακά συντρίμμια».
Η «άλωση» του Κράτους από τον κόσμο της εργασίας και η εγκαθίδρυση ενός άλλου μοντέλου διοίκησης αποτελούσε ανέκαθεν στρατηγικό στόχο της Αριστεράς, της οποίας βασικό σλόγκαν ήταν η αξιοκρατία, που αποδεικνύεται τελικά μια δύσκολη υπόθεση.
Η «έφοδος στα ανάκτορα» και η ανάληψη της εξουσίας αποδεικνύεται πως δεν αρκεί, για να αλλάξεις τους όρους του … παιχνιδιού, αφού η «εργαλειακή» αντίληψη περί του αστικού Κράτους, όπως την ανέλυσε ο Νίκος Πουλαντζάς, έχει οδηγήσει πάμπολλες προσπάθεις στο παρελθόν, από διάφορα σοσιαλιστικά κόμματα, σε αποτυχία.
«Να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», όπως έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος. Η Αριστερά υπέστη δυνατό σοκ με την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και την προφανή αδυναμία του να υπερβεί τα διαχειριστικά αδιέξοδα, η δε χώρα επίσης υπέστη σοκ, με την πολυετή διακυβέρνηση της από την Κεντροδεξιά και το ΠΑΣΟΚ. Ο μεταπολιτευτικός κύκλος έκλεισε και όμως το πολιτικό προσωπικό παραμένει το ίδιο, έστω κι αν ανανεώθηκε ηλικιακά. Είναι αυτό που το γεννά το ίδιο σύστημα εξουσίας, που μέσω αυτού ανακυκλώνεται και ανατροφοδοτείται. Φαύλος κύκλος…
Τα κόμματα συνεχίζουν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Πελατειακά, αρχηγικά, αντιδημοκρατικά –ακόμη και ο εκφραστής της Κεντροδεξιάς, Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να διαλύσει τις οργανώσεις της νεολαίας για να κρατήσει τους τύπους. Εξέλεξαν εκπροσώπους χωρίς να έχουν κληθεί να αποφασίσουν τα όργανα. Τα κόμματα παραμένουν ανίκανα να συλλάβουν τις ανάγκες της ευρείας μάζας των Ελλήνων που έχουν «σαρωθεί» από αντικοινωνικά, συντηρητικά και βαθιά ταξικά μέτρα, για τη συγκράτηση τάχα των ελλειμμάτων και της διευθέτησης του χρέους.
Κόμματα και πολιτικό προσωπικό δεν μπορούν να αλλάξουν «αυτό» που τους ανέδειξε. Χρειάζεται η συγκρότηση ενός νέου άφθαρτου πολιτικού υποκειμένου και μια νέα πολιτική πλατφόρμα που θα εμπεριέχει τα αυτονόητα και τους ανθρώπους που θα τη διαχειριστούν, που ποτέ δεν βολεύτηκαν και δεν άκουσαν τις λάγνες σειρήνες της εξουσίας και της διαπλοκής.
Ένα πολιτικό υποκείμενο, που θα καταγράψει με σαφήνεια αυτό που συμβαίνει και τις βαθύτερες αιτίες του, επιχειρώντας να δει διεξοδικά το πώς λειτούργησε από τη Μεταπολίτευση το κράτος, πώς δομήθηκε και ποιους εξυπηρέτησε και κυρίως να προτείνει πολιτικές λύσεις, που είναι αυτονόητες για την Ελλάδα της «κλεπτοκρατίας» με στόχο την υπέρβαση της κρίσης και την αναγέννηση της χώρας.