της Μαργαρίτας Ικαρίου*
Καρκινοβατεί επί μακρόν η διαπραγμάτευση. Πελαγοδρομεί ο κοσμάκης, προσμένοντας πως με μέτρα και ημίμετρα κατά της φτώχιας θα καταφέρει να ισοσκελίσει τον διασκελισμένο οικογενειακό προϋπολογισμό. Κοινωνικά παντοπωλεία, κοινωνικά φαρμακεία, κοινωνικά ιατρεία, κοινωνικά λαπιτόπια, κοινωνικά αφοδευτήρια ιδεών, κοινωνικά εφαλτήρια υπερφίαλων πολιτικών ταγών. Σε αντικατάσταση ενός κράτους-προνοίας που μετατράπηκε σταδιακά μέσα σε μια τριακονταετία, σε κράτος πορνείας.
Η λίγδα διαδέχθηκε τη χλίδα στην ανίσχυρη πλέον Ελλάδα, που δεν είναι αυτό που τη δηλώνουν. Δεν είναι αγροτεμάχιο-φιλέτο σε τιμή ευκαιρίας. Δεν είναι μαγαζί-γωνία στις γειτονιές του κόσμου, ξεπουλημένο μπιρ-μπαρά έναντι πινακίου μαγκιάς φακής. Δεν είναι σεκέρ μπακλαβάς στα δόντια των επιβουλευόμενων ημισέληνων. Ούτε ψωροκώσταινα, έρπουσα και επαίτης, που εκλιπαρεί τους εταίρους υπογράφοντας αυτοβούλως την επιπρόσθετη οικονομική σύνθλιψη των παιδιών της. Είναι μια πατρίδα που γυροφέρνει στας Ευρώπας σαν το μονοσάνδαλο Ιάσωνα, αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας. Αντιμέτωπη με των δανειστών το τέρας.
Αποπλέουν δια παντός εκ της Ελλάδος οι τριήρεις των πτυχιούχων Αχαιών προς την απανταχού γης επαγγελματική Τροία. Θυσιάζονται στην Αυλίδα οι Ιφιγένειες μα ο άνεμος που φυσά, μόνο ούριος δεν είναι…
Άνεμος απρόσμενος που τα παρασύρει όλα. Εργασιακά δεδομένα, αυτοδιαχείριση, εναντίωση στην αλλοτρίωση, επάρκεια διαβίωσης, αυτοσεβασμό, εντιμότητα, σθένος. Απ’ τα έτη που πέρασαν στη μεταπολιτευτική περίοδο, μένουν νυγμοί. Και υπαινιγμοί όσων δεν έγιναν. Κι εκείνοι που δεν αντελήφθησαν τη βοή των επερχομένων…
Για τη γενιά των ανώριμων «ώριμων», τη γενιά που οδήγησε την Ελλάδα στο σήμερα, όλα κύλησαν πολύ γρήγορα. Τίποτα δεν κράτησε πολύ-εκτός ίσως από τη μάρκα των τσιγάρων και τα φούμαρα των αιρετών. Αργά υπάρχει μόνον ό,τι πρόλαβε να αποθηκευτεί στην καρδιά ή τη σκέψη. Ακόμη και οι έρωτες, σαν τα πολιτικά κόμματα εξουσίας, από σαρανταπεντάρια δισκάκια έγιναν λονγκ πλαίη που γρήγορα αποκτούσαν χαρακιές… Η βελόνα της συνήθειας «κολλούσε», μέχρι που ο δίσκος έπαυε πια να παίζει. Τα ουάν-νάητ σταντ σιντάκια, μαζί με τα ξέκωλα εμ-πη-θρη τρέχουν πλέον στα ξωκλήσια ως μετανοούσες μαγδαληνές και τα στικάκια-μικρά το δέμας πλην μεγάλης χωρητικότητας σε καψουρογιαουρτοτράγουδα με ημερομηνία λήξεως ολίγων ημερών, χώνονται παντού.
Θα (μας) φορεθεί πολύ φέτος το καλοκαίρι, η… Ρίγα. Λετονίας ή λιμοκτονίας, αδιάφορο. Ρίγα να ναι κι ό,τι να ’ναι. Αρκεί να δηλώνουμε «αδιασάλευτες» τις εθνικές μας θέσεις σε ένα διασαλευμένο πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλον. Να αντιπολιτευόμαστε με τους συμπολιτευόμενους συμπελατειακούς και να συμπολιτευόμαστε με τους άνευ ιδεολογίας αντιπολιτευόμενους ανελλήνιστους. Με την περίτεχνη ασπίδα του Αχιλλέα ριγμένη στα βουρκώδη, την αιχμή του δόρατος χαμένη και την πτέρνα λαβωμένη θανάσιμα.
Ο πολυμήχανος Οδυσσέας παράτησε την πολιορκία της Τροίας και πολεμά με τους εκάστοτε ενδοκομματικούς μνηστήρες. Η πιστή Πηνελόπη περιφέρεται ως άπιστη νεανίζουσα και εκδίδεται στις αγορές της Ευρώπης για να βιοποριστεί. Ο Τηλέμαχος επιδίδεται σε ακραιφνείς τηλε-μαχίες. Ο γέρο-Νέστορας ζητά συγνώμη από τον λαό που παραπλάνησε, υποσχόμενος υποστολή της τροϊκανής σημαίας. Πλήθος πολεμιστών κρύβονται σε ένα σωρό ετερόχρωμους Δούρειους πολιτικούς ίππους κι οι εκάστοτε Αγαμέμνονες νοιάζονται μόνο για την περικεφαλαία τους. Η ωραία Ελένη εξακολουθεί να μοιράζεται το κρεβάτι της με τον κάθε Πάρι της παρωχολογίας.
Πόσα χρόνια… πόσες μάχες… πόσοι χαμένοι… πόσα γκρεμισμένα τείχη… πόση πολιορκία… για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη!